-
1 περιαυτολογία
περιαυτολογίᾱ, περιαυτολογίαspeaking about oneself: fem nom /voc /acc dualπεριαυτολογίᾱ, περιαυτολογίαspeaking about oneself: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————περιαυτολογίᾱͅ, περιαυτολογίαspeaking about oneself: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 περιαυτολογίᾳ
Βλ. λ. περιαυτολογία -
3 περιαυτολογία
περιαυτο-λογία, ἡ,A speaking about oneself, bragging, Plu.2.41b, al., Alex.Rh.p.4S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιαυτολογία
-
4 περιαυτολογίας
περιαυτολογίᾱς, περιαυτολογίαspeaking about oneself: fem acc plπεριαυτολογίᾱς, περιαυτολογίαspeaking about oneself: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 περιαυτολογίαν
περιαυτολογίᾱν, περιαυτολογίαspeaking about oneself: fem acc sg (attic doric aeolic) -
6 ἐνδιάθετος
ἐνδιά-θετος, ον,A residing in the mind ( ἐν τῇ διαθέσει, opp. ἐν τῇ προφορᾷ, Porph.Abst.3.3), ἐ. λόγος conception, thought, opp. προφορικὸς λ. (expression), Stoic.2.43, etc.; of the immanent reason of the world, Ph.1.598; ἕξις ib.36, Plu.2.48d; ὁ ἐ. ἄνθρωπος the inner man, Corp.Herm.13.7 (s. v. l.).2 innate,περιαυτολογία Plu.2.44a
: hence, unaffected, spontaneous, Hermog.Id.2.7; τὸ ἐ. ib.1.11, al.3 τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐ. your disposition towards us, PAmh.2.145.12 (iv/v A. D.). Adv. - τως λέγειν speak from the heart, Hermog.Id.2.7; βοᾶν Sch.Arat.968; εὔχεσθαι Eust.ad D.P. 739.2 Adv. fixedly, opp. προσκαίρως, Sor.1.92.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδιάθετος
См. также в других словарях:
περιαυτολογία — περιαυτολογίᾱ , περιαυτολογία speaking about oneself fem nom/voc/acc dual περιαυτολογίᾱ , περιαυτολογία speaking about oneself fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυτολογίᾳ — περιαυτολογίᾱͅ , περιαυτολογία speaking about oneself fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυτολογία — ἡ, ΝΑ [περιαυτολογώ] το να μιλά κανείς και μάλιστα επαινετικά για τον εαυτό του, μεγαλαυχία, καυχησιολογία … Dictionary of Greek
περιαυτολογία — η το να λέει κανείς επαινετικά για τον εαυτό του, καυχησιολογία, κομπασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιαυτολογίας — περιαυτολογίᾱς , περιαυτολογία speaking about oneself fem acc pl περιαυτολογίᾱς , περιαυτολογία speaking about oneself fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυτολογίαν — περιαυτολογίᾱν , περιαυτολογία speaking about oneself fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυτολογικός — ή, ό / περιαυτολογικός, ή, όν, ΝΜ [περιαυτολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιαυτολογία, κομπαστικός. επίρρ... περιαυτολογικώς και ά / περιαυτολογικώς και ά, ΝΜ με περιαυτολογία, κομπαστικά … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
ιδιολογία — η (Α ἰδιολογία) [ιδιολόγος] νεοελλ. το να μιλάει κάποιος συστηματικά για τον εαυτό του, η περιαυτολογία αρχ. 1. ιδιαίτερη συνομιλία 2. υποκειμενική θεωρία κάποιου … Dictionary of Greek
κομπορρημοσύνη — η (Μ κομπορρημοσύνη) [κομπορρήμων] μεγαλαυχία, περιαυτολογία, κομπασμός … Dictionary of Greek
ξούρα — η 1. το ξύρισμα («πάτησε μια ξούρα» έκανε ένα καλό ξύρισμα) 2. μτφ. ψευτιά, περιαυτολογία («όλο ξούρες τής λέει για να τήν πείσει»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξουρίζω. Η λ. με τη δεύτερη σημ. υποχωρητικά από το ουσ. ξούρας] … Dictionary of Greek