Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

προσηκόντως

См. также в других словарях:

  • προσηκόντως — suitably indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηκόντως — ΝΜΑ επίρρ. όπως πρέπει, όπως ταιριάζει («προσηκόντως τῇ πόλει», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσῆκον, μτχ. τού απρόσωπου προσήκει] …   Dictionary of Greek

  • εναίσιμος — η, ο (Α ἐναίσιμος, ον) νεοελλ. «εναίσιμος επί διδακτορίᾳ διατριβή» πρωτότυπη μελέτη που υποβάλλουν πτυχιούχοι πανεπιστημίου για να αναγορευθούν διδάκτορες αρχ. 1. αυτός που προαναγγέλλει το μέλλον («ἐναίσιμα σήματα», Ομ. Ιλ.) 2. αίσιος, ευμενής,… …   Dictionary of Greek

  • κατάλληλος — η, ο (AM κατάλληλος, ον) αυτός που έχει τις απαιτούμενες ιδιότητες για κάτι, πρόσφορος, χρήσιμος, αρμόδιος («ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση») αρχ. 1. ο αντίστοιχος 2. γραμμ. αυτός που είναι ορθά συγκροτημένος 3. (για το κείμενο τού… …   Dictionary of Greek

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • ρήτρα — η / ῥήτρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥήτρη και ηλιακ. τ. Fράτρα και κυπρ. τ. Fρήτρα, Α 1. συμφωνία με ρητούς όρους 2. ορισμένος όρος σύμβασης νεοελλ. 1. φρ. α) «γενική ρήτρα» (νομ.) στερεότυπη έκφραση με προκαθορισμένη νομική σημασία β) «ειδική ρήτρα»… …   Dictionary of Greek

  • ԱՐԺԱՆԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0355 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 10c մ. ἁξίως, ἑπαξίως, προσηκόντως, ἡκότως digne, rite, convenienter, merito Որպէս եւ արժանն է. ըստ արժանեաց. ըստ արժանի. օրինօք. պատուով. ըստ պատշաճի. վայելչապէս. իրաւամբք. ...… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՊԱՏՇԱՃԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0616 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c մ. προσηκόντως, καταλλήλως convenienter, ut decet. որ եւ ՊԱՏՇԱՃԱՊԷՍ. Ըստ պատշաճի. *Առ ʼի նոցանէ պատշաճաբար՝ միջնորդութեամբ պաշտօնէցին՝ ուսի՛ր: Պատշաճաբար նոցա պատճառքովք, բանալ զնոսա.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»