Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προσερῶ

См. также в других словарях:

  • προσερώ — έω, Α (ως μέλλοντας τού προσαγορεύω) 1. προσαγορεύω, προσφωνώ («ὕστατον δή σε προσεροῡσι νῡν οἱ ἐπιτήδειοι» Πλάτ.) 2. ονομάζω, αποκαλώ κάποιον με όνομα («τί προσεροῡμεν ὄνομα συμπάσας δυνάμεις;», Πλάτ.) 3. παθ. προσεροῡμαι, έομαι διατάσσομαι.… …   Dictionary of Greek

  • προσερῶ — προσερέω speak to pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσερέω speak to pres ind act 1st sg (attic epic doric) προσερέω speak to fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»