Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προσελκύω

  • 1 προσελκύω

    μετ.
    1) привлекать;

    προσελκύω την προσοχή — привлекать внимание;

    2) привлекать, вербовать, приобретать;

    προσελκύω οπαδούς — приобретать сторонников

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προσελκύω

  • 2 προσελκύω

    [просэлкио] р. привлекать (внимание), приближать к себе,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προσελκύω

  • 3 προσελκύω

    [просэлкио] ρ привлекать (внимание), приближать к себе.

    Эллино-русский словарь > προσελκύω

  • 4 προσελκύω

    attirer

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > προσελκύω

  • 5 προσελκύω

    1) pociągać czas.
    2) przyciągać czas.

    Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό > προσελκύω

  • 6 προσελκύω

    1) přitahovat
    2) přivábit
    3) vábit

    Ελληνικά-Τσεχικής chlovar > προσελκύω

  • 7 προσελκύω

    attract

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προσελκύω

  • 8 привлекать

    привлекать, привлечь προσελκύω, παρασύρω, τραβώ· — внимание τραβώ την προσοχή·\привлекать кого-л. к участию в...προσελκύω κάποιον να συμμετέχει σε...
    * * *
    = привлечь
    προσελκύω, παρασύρω, τραβώ

    привлека́ть внима́ние — τραβώ την προσοχή

    привлека́ть кого́-л. к уча́стию в… — προσελκύω κάποιον να συμμετέχει σε…

    Русско-греческий словарь > привлекать

  • 9 привлечь

    1. (притянуть, приблизить) τραβώ, έλκω, προσελκύω 2. (использовать для какой-л. цели) χρησιμοποιώ 3. (вызвать интерес, возбудить любопытство) τραβώ (την προσοχή, το ενδιαφέρον), προκαλώ, προσελκύω 4. (потребовать выполнения чего-л., обязать к чему-л.) εγκαλώ, ενάγω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > привлечь

  • 10 манить

    Русско-греческий словарь > манить

  • 11 вовлекать

    вовлекать
    несов προσελκύω, τραβῶ/ παρασύρω (в сделку, преступление и т. п.):
    \вовлекать в работу προσελκύω (или τραβῶ) στή δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > вовлекать

  • 12 манить

    манить
    несов
    1. (звать) γνέφω, καλώ μέ νεύμα, φωνάζω νά ἔρθει·
    2. (привлекать) προσελκύω, τραβώ:
    \манить взор προσελκύω τά βλεμματα.

    Русско-новогреческий словарь > манить

  • 13 привлекать

    привлекать
    несов, привлечь сов
    1. προσελκύω, τραβώ:
    \привлекать чье-л. внимание προσελκύω τήν προσοχή· \привлекать чьй-л. симпатии ἀποκτώ τή συμπάθεια κάποιου·
    2. (κ работе, участию и т. п.) τραβώ:
    \привлекать к работе τραβώ στη δουλειά· 3.:
    \привлекать к суду διώκω δικαστικώς, ἐνάγω, κάνω μήνυση \привлекать к ответственности ἐνάγω, διώκω, ἀσκῶ δίωξη· \привлекать к уголовной ответственности ἀσκῶ ποινική δίωξη.

    Русско-новогреческий словарь > привлекать

  • 14 располагать

    располагать I
    несов
    1. (иметь в своем распоряжении) ἔχω στή διάθεση μου, κατέχω, διαθέτω:
    \располагать деньгами διαθέτω χρήματα· \располагать временем διαθέτω καιρό· \располагать собой εἶμαι ἐλεύθερος· \располагать интересными фактами ἔχω στή διάθεση μου (или κατέχω) ἐνδιαφέροντα στοιχεία· \располагатьйте мной εἶμαι στή διάθεση σας·
    2. (намереваться, предполагать) уст. προτίθεμαι, ἔχω σκοπό, σκοπεύω.
    располагать II
    несов
    1. (в определенном порядке) τοποθετώ, \располагать по порядку τακτοποιώ, ταξινομώ· \располагать отряд в деревне τοποθετώ τό ἀπόσπασμα στό χωριό·
    2. (в чью-л. пользу) διαθέτω εὐνοϊκά:
    \располагать в свою пользу προσελκύω μέ τό μέρος μου· \располагать к себе παρασύρω, προσελκύω.

    Русско-новогреческий словарь > располагать

  • 15 привадить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приваженный, βρ: -жен -а -о
    ρ.σ.μ.
    1. (κυνηγ. κ. αλιευ.) δολώνω, βάζω δόλωμα, προσελκύω, τραβώ.
    2. (απλ.) συνηθίζω να μη φοβάται προσελκύω, τραβώ με το μέρος μου.

    Большой русско-греческий словарь > привадить

  • 16 приманить

    -маню, -манишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приманенный, βρ: -нен, -а, -о κ. приманённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ. δελεάζω, απατώ με δόλο, ξεγελώ προσελκύω.
    (γ)νεύω, γνέφω, κάνω νεύμα, νόημα. || μτφ. προσελκύω, τραβώ, θέλγω, σαγηνεύω, μαγεύω.

    Большой русско-греческий словарь > приманить

  • 17 расположить

    -ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расположенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, διευθετώ, διαρυθμιζω, κανονίζω•

    расположить мебель τακτοποιώ τα έπιπλα•

    по другому διευθετώ αλλιώς (μετατάσσω)•

    слова по алфавиту βάζω τις λέξεις κατά αλφαβητική σειρά.

    || διατάσσω, κάνω διάταξη• τοποθετώ•

    расположить отряд по позициям κάνω διάταξη του τμήματος στις θέσεις•

    расположить полк на отдых в городе βάζω το σύνταγμα για ξεκούραση στην πόλη.

    || διαθέτω, προγραμματίζω.
    2. διαθέτω ευνοίκά• προδιαθέτω• κατευθύνω, προσελκύω•

    чем ты -ил его к себе? πως τον πήρες με το μέρος σου;•

    расположить кого–нибудь в свою пользу προσελκύω κάποιον με το μέρος μου.

    1. εγκα-τασταίνομαι• τοποθετούμαι•

    расположить лагерем στρατοπεδεύω, στρατωνιζομαι • καταυλίζομαι.

    || τακτοποιούμαι, βολεύομαι. || κάθομαι, πιάνω θέση. || εκτείνομαι•

    город -лся на склоне горы η πόλη ήταν χτισμένη στην πλαγιά του βουνού.

    2. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > расположить

  • 18 притягивать

    1. (придвигать, приближать) έλκω/ελκύω, σύρω, τραβώ 2. (привлекать) ελκύω, προσελκύω, παρασύρω, τραβώ, γοητεύω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > притягивать

  • 19 располагать

    I.
    см. расположить.
    II. 1.(иметь что-л. в своём распоряжении) διαθέτω 2. (способствовать чему-л.) προσελκύω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > располагать

  • 20 расположить

    1. (разместить, расставить) τοποθετώ, τακτοποιώ, κανονίζω, διαρρυθμίζω, εγκαθιστώ 2. (привлечь на чью-л. сторону) προσελκύω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расположить

См. также в других словарях:

  • προσελκύω — προσελκύω, προσέλκυσα βλ. πίν. 5 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσελκύω — Ν 1. έλκω προς το μέρος μου, τραβώ προς εμένα 2. φέρνω προς εμένα, φέρνω με το μέρος μου, δελεάζω, γοητεύω («προσελκύω οπαδούς») 3. παρασύρω, συγκεντρώνω αποσπώ («ο γλαφυρός του λόγος προσείλκυσε το ενδιαφέρον όλων τών παρεβρισκομένων») …   Dictionary of Greek

  • προσελκύω — τραβώ προς το μέρος μου, σέρνω κάτι προς τον εαυτό μου: Προσπαθεί να προσελκύσει την προσοχή του κόσμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσέλκυση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσελκύω, το να έλκει κανείς κάτι προς το μέρος του, έλξη, τράβηγμα («η προσέλκυση τής βάρκας») 2. μτφ. το να γοητεύει κανείς κάποιον και να τον φέρνει κοντά του («η προσέλκυση πελατών οφείλεται σε μεγάλο …   Dictionary of Greek

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • αγγελίζω — [άγγελος] (αμτβ.) 1. είμαι καλός σαν άγγελος, προσελκύω την αγάπη και τον σεβασμό τών άλλων 2. δίνω ελεημοσύνη, ελεώ …   Dictionary of Greek

  • αγγελεύω — [άγγελος] 1. είμαι σαν άγγελος, προσελκύω την αγάπη και τον σεβασμό τών άλλων 2. μέσ. βλέπω τον άγγελο τού θανάτου, αρχίζω να ψυχορραγώ, πνέω τα λοίσθια …   Dictionary of Greek

  • αντισπώ — ἀντισπῶ ( άω) (Α) 1. έλκω, σύρω κάποιον προς τα πίσω, συγκρατώ, αναχαιτίζω 2. παρασύρω, κατευθύνω προς κάτι άλλο 3. ( ώμαι) εμποδίζομαι, σύρομαι προς την αντίθετη κατεύθυνση 4. έλκω προς τον εαυτό μου 5. έλκω προς το μέρος μου, προσελκύω 6.… …   Dictionary of Greek

  • ασπάζομαι — (AM ἀσπάζομαι) 1. φιλώ 2. χαιρετώ θερμά, αγκαλιάζω 3. (για γνώμες, απόψεις) αποδέχομαι, παραδέχομαι 4. τυπικός χαιρετισμός στο τέλος επιστολής («σε ασπάζομαι») μσν. νεοελλ. 1. φιλώ, προσκυνώ εικόνες, άγια λείψανα ή νεκρό 2. προσχωρώ, προσκολλώμαι …   Dictionary of Greek

  • εκχριστιανίζω — προσηλυτίζω στον χριστιανισμό άλλων θρησκευμάτων άτομα ή λαούς, προσελκύω στον χριστιανισμό …   Dictionary of Greek

  • ελκύζω — ἑλκύζω (Μ) 1. σύρω, τραβώ 2. προσελκύω, θέλγω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»