-
1 προσεγγίζω
[просэнгизо] ρ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προσεγγίζω
-
2 сближать
προσεγγίζω, φέρνω κοντά, πλησιάζω-ся πλησιάζω, προσεγγίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сближать
-
3 подойти
подойти 1) (приблизиться) πλησιάζω· προσεγγίζω (тж.о корабле)' \подойтидите ближе!πλησιάστε! 2) (к проблеме и т. п.) προσεγγίζω 3) (годиться) ταιριάζω· это мне не \подойтидёт αυτό δε μου κάνει подоконник м το περβάζι (παραθύρου)* * *1) ( приблизиться) πλησιάζω; προσεγγίζω (тж. о корабле)подойди́те бли́же! — πλησιάστε!
2) (к проблеме и т. п.) προσεγγίζω3) ( годиться) ταιριάζωэ́то мне не подойдёт — αυτό δε μου κάνει
-
4 подходить
1. (приближаться к кому-, чему-л.) πλησιάζω, σιμώνω, προσεγγίζω 2. (оказываться в непосредственной близости с кем-, чем-л.) πλησιάζω, κοντεύω, φτάνω 3. (делая что-л., получать возможность приступать к чему-л. другому) πλησιάζω, φτάνω, προσεγγίζω 4. (быть годным, удобным, приемлемым для чего-л., соответствующим чему-л.) ταιριάζω, πηγαίνω, είμαι κατάλληλος 5. (ο тесте) φουσκώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подходить
-
5 подвигать
подвигать, подвинуть πλησιάζω, βάζω (или θέτω) κοντά, προσεγγίζω \подвигаться πλησιάζω·\подвигаться вперёд προχωρώ μπροστά* * *= подвинутьπλησιάζω, βάζω ( или θέτω) κοντά, προσεγγίζω -
6 приблизиться
-
7 подступить
-уплю, -упишьρ.σ.1. πλησιάζω, προσεγγίζω, ζυγώνω, σιμώνω, κοντεύω•враг -ил к стенам города ο εχθρός πλησίασε τα τείχη της πόλης•
-ла осень πλησίασε το Φθινόπωρο.
2. εμφανίζομαι, φτάνω, έρχομαι εισχωρώ•слёзы -ли к её глазам δάκρυα της ήρθαν στα μάτια•
боль -ла под самое сердце ο πόνος έφτασε ως την καρδιά.
πλησιάζω, προσεγγίζω, ζυγώνω, σιμώνω. -
8 подчалить
-
9 примкнуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. примкнушый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.1. πλησιάζω, ζυγώνω• προσεγγίζω•примкнуть доски προσεγγίζω τις σανίδες•
правый фланг армии -ул к лесу η δεξιά πτέρυγα του στρατού πλησίασε στο δάσος.
2. προσχωρώ, περνώ με το μέρος•он -ул к моим противникам αυτός προσχώρησε στους αντιπάλους μου.
εκφρ.примкнуть штык – βάζω εφ όπλου λόγχη. -
10 сблизить
сближу, сблизишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сближенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. πλησιάζω, ζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω παραθέτω•сблизить ветви дерева πλησιάζω τα κλαδιά του δέντρου•
сблизить электроды πλησιάζω τα ηλεκτρόδια•
сблизить ножки циркуля συγκλίνω τα σκέλη του διαβήτη.
|| συνδέω• συνδυάζω•сблизить науку и производство συνδυάζω την επιστήμη με την παραγωγή•
сблизить теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.
|| συνδέω, ενώνω•одинаковые интересен -ли нас τα ίδια (κοινά) συμφέροντα μας συνέδεσαν.
2. εξαλείφω μερικά τη διαφορά• μικραίνω τη διαφορά•сблизить умственный труд с физическим μικραίνω τη διαφορά μεταξύ πνευματικής και χειρονακτικής εργασίας•
сблизить город с деревней εξαλείφω τη μεγάλη διαφορά της πόλης και του χωριού.
1. πλησιάζω, έρχομαι κοντά, κοντοζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω.2. μτφ. αποκτώ συνάφεια ή σύνδεση, συσχετίζομαι• συνδέομαι, ενώνομαι. || αποκτώ ομοιότητα, προσομοιάζω -
11 сдвинуть
ρ.σ.μ. μετατοπίζω, μετακινώ κατά τ ι,• сдвинуть с места μετακινώ από τη θέση•сдвинуть стол μετακινώ λίγο το τραπέζι.
|| πλησιάζω, προσεγγίζω, σιμώνω•сдвинуть брови συνοφρυώνομαι.
μετατοπίζομαι, μετακινούμαι κατά τι. || πλησιάζω, προσεγγίζω, σιμώνω. -
12 подъезжать
φθάνω, έρχομαι, πλησιάζω, προσεγγίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подъезжать
-
13 приближать
1. (об оптических приборах) εστιάζω, πλησιάζω 2. (придвигать близко к кому-, чему-л.) πλησιάζω, ζυγώνω, προσεγγίζω 3. (делать более близким по времени) πλησιάζω, επίκειμαι, κοντεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приближать
-
14 приближаться
1. мат. προσεγγίζω 2. (перемещаться на более близкое расстояние) πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приближаться
-
15 близиться
близитьсянесов σιμώνω, πλησιάζω, προσεγγίζω. -
16 подступать
подступатьнесов, подступить сов1. πλησιάζω, προσεγγίζω, προσπελάζω:войска подступали к городу τά στρατεύματα πλησίαζαν στήν πόλη·2. перен φαίνομαι:слезы подступили к его́ глазам φάνηκαν δάκρυα στά μάτια του, τόν πήραν τά δάκρυα. -
17 подъезжать
подъезжатьнесов1. (приезжать) φθάνω, Ερχομοί, πλησιάζω, προσεγγίζω·2. перен (к-кому-л.) разг πλησιάζω. -
18 приближать
приближа||тьнесов1. φέρνω πιό κοντά, προσεγγίζω, πλησιάζω·2. (ускорять) ἐπιταχύνω. -
19 придвигаться
придвигать||сяπλησιάζω (άμετ.), προσεγγίζω. -
20 роднить
роднитьнесов προσεγγίζω (μετ.), πλησιάζω (μετ.).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προσεγγίζω — bring near pres subj act 1st sg προσεγγίζω bring near pres ind act 1st sg προσεγγίζω bring near pres subj act 1st sg προσεγγίζω bring near pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεγγίζω — προσεγγίζω, προσέγγισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσεγγίζω — ΝΜΑ, προσεγγιάζω Α 1. φέρνω κοντά, κάνω κάτι να πλησιάσει προς κάτι άλλο (α. «προσπάθησε να προσεγγίσει τα δύο άκρα τού ελάσματος» β. «ἥρεμα χείλη προσεγγίσας χείλεσιν», Λουκ.) 2. (αμτβ.) έρχομαι κοντά, πλησιάζω, ζυγώνω (α. «αύριο το… … Dictionary of Greek
προσεγγίζω — 1. μτβ., φέρνω κάτι κοντά, το κάνω να πλησιάσει κάπου. 2. αμτβ., έρχομαι κοντά, πλησιάζω, ζυγώνω, σιμώνω: Προσεγγίζουν οι διακοπές. 3. για πλοία, μπαίνω στο λιμάνι, σταθμεύω, αγκυροβολώ: Το πλοίο σε λίγο θα προσεγγίσει στο νησί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσεγγίζετε — προσεγγίζω bring near pres imperat act 2nd pl προσεγγίζω bring near pres ind act 2nd pl προσεγγίζω bring near pres imperat act 2nd pl προσεγγίζω bring near pres ind act 2nd pl προσεγγίζω bring near imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) προσεγγίζω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεγγίζῃ — προσεγγίζω bring near pres subj mp 2nd sg προσεγγίζω bring near pres ind mp 2nd sg προσεγγίζω bring near pres subj act 3rd sg προσεγγίζω bring near pres subj mp 2nd sg προσεγγίζω bring near pres ind mp 2nd sg προσεγγίζω bring near pres subj act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεγγίσει — προσεγγίζω bring near aor subj act 3rd sg (epic) προσεγγίζω bring near fut ind mid 2nd sg προσεγγίζω bring near fut ind act 3rd sg προσεγγίζω bring near aor subj act 3rd sg (epic) προσεγγίζω bring near fut ind mid 2nd sg προσεγγίζω bring near fut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεγγίσουσι — προσεγγίζω bring near aor subj act 3rd pl (epic) προσεγγίζω bring near fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσεγγίζω bring near fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) προσεγγίζω bring near aor subj act 3rd pl (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεγγίσω — προσεγγίζω bring near aor subj act 1st sg προσεγγίζω bring near fut ind act 1st sg προσεγγίζω bring near aor subj act 1st sg προσεγγίζω bring near fut ind act 1st sg προσεγγίζω bring near aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) προσεγγίζω bring near… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεγγίσῃ — προσεγγίζω bring near aor subj mid 2nd sg προσεγγίζω bring near aor subj act 3rd sg προσεγγίζω bring near fut ind mid 2nd sg προσεγγίζω bring near aor subj mid 2nd sg προσεγγίζω bring near aor subj act 3rd sg προσεγγίζω bring near fut ind mid 2nd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεγγιεῖ — προσεγγίζω bring near fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) προσεγγίζω bring near fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) προσεγγίζω bring near fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) προσεγγίζω bring near fut ind act 3rd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)