Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πλησιάζω

  • 1 πλησιάζω

    [плисиазо] р. (αμτβ.) приближаться, придвигаться, подходить.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πλησιάζω

  • 2 подвигаться

    подвига́тьсяся вперёд — προχωρώ μπροστά

    Русско-греческий словарь > подвигаться

  • 3 подходить

    подход||и́ть
    несов
    1. (приближаться) πλησιάζω, προσέρχομαι, ἐρχομαι:
    \подходить κ окну́ πλησιάζω στό παράθυρο·
    2. (наступать \подходить о времени и т. ἡ.) ἐρχομαι, πλησιάζω:
    подходит время πλησιάζει ὁ καιρός·
    3. перен (относиться) πλησιάζω, ἀπευθύνομαι, ἀντιμετωπίζω, ἐξετάζω:
    \подходить критически к чему́-л. ἐξετάζω κριτικά· уметь \подходить к людям ξαίρω πῶς νά πλησιάζω τους ἀνθρώπους·
    4. (годиться, соответствовать) κάνω (άμετ.), ταιριάζω:
    этот ключ не подходит к замку́ τό κλειδί αὐτό δέν ταιριάζει στήν κλειδαριά· это ему́ не подходит αὐτό δέν τοῦ κάνει, δέν τοῦ ταιριάζει· ◊ \подходить к концу́ κοντεύω νά τελειώσω.

    Русско-новогреческий словарь > подходить

  • 4 приблизить

    -ижу, -йзишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приближенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πλησιάζω, ζυγώνω, σιμώνω•

    приблизить книгу к глазам πλησιάζω το βιβλίο στα μάτια.

    2. (για χρ. διάστημα) συντομεύω.
    3. παίρνω κοντά μου, προσλαμβάνω προσδέχομαι. || (πα.λ.) συγκατα-ταλέγω στους προσκείμενους, πλησιάζω.
    έρχομαι πλησίον, πλησιάζω, προσεγγίζω, σιμώνω, ζυγώνω•

    время -лось σίμωσε ο καιρός, -лась зима ζύγωσε ο χειμώνας•

    дело -лось к концу η υπόθεση παίρνει τέλος.

    || κοντεύω, εγγίζω τα όρια.

    Большой русско-греческий словарь > приблизить

  • 5 сблизить

    сближу, сблизишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сближенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. πλησιάζω, ζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω παραθέτω•

    сблизить ветви дерева πλησιάζω τα κλαδιά του δέντρου•

    сблизить электроды πλησιάζω τα ηλεκτρόδια•

    сблизить ножки циркуля συγκλίνω τα σκέλη του διαβήτη.

    || συνδέω• συνδυάζω•

    сблизить науку и производство συνδυάζω την επιστήμη με την παραγωγή•

    сблизить теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.

    || συνδέω, ενώνω•

    одинаковые интересен -ли нас τα ίδια (κοινά) συμφέροντα μας συνέδεσαν.

    2. εξαλείφω μερικά τη διαφορά• μικραίνω τη διαφορά•

    сблизить умственный труд с физическим μικραίνω τη διαφορά μεταξύ πνευματικής και χειρονακτικής εργασίας•

    сблизить город с деревней εξαλείφω τη μεγάλη διαφορά της πόλης και του χωριού.

    1. πλησιάζω, έρχομαι κοντά, κοντοζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω.
    2. μτφ. αποκτώ συνάφεια ή σύνδεση, συσχετίζομαι• συνδέομαι, ενώνομαι. || αποκτώ ομοιότητα, προσομοιάζω

    Большой русско-греческий словарь > сблизить

  • 6 подходить

    1. (приближаться к кому-, чему-л.) πλησιάζω, σιμώνω, προσεγγίζω 2. (оказываться в непосредственной близости с кем-, чем-л.) πλησιάζω, κοντεύω, φτάνω 3. (делая что-л., получать возможность приступать к чему-л. другому) πλησιάζω, φτάνω, προσεγγίζω 4. (быть годным, удобным, приемлемым для чего-л., соответствующим чему-л.) ταιριάζω, πηγαίνω, είμαι κατάλληλος 5. (ο тесте) φουσκώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подходить

  • 7 приближать

    1. (об оптических приборах) εστιάζω, πλησιάζω 2. (придвигать близко к кому-, чему-л.) πλησιάζω, ζυγώνω, προσεγγίζω 3. (делать более близким по времени) πλησιάζω, επίκειμαι, κοντεύω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приближать

  • 8 подвигать

    подвигать, подвинуть πλησιάζω, βάζω (или θέτω) κοντά, προσεγγίζω \подвигаться πλησιάζω·\подвигаться вперёд προχωρώ μπροστά
    * * *
    = подвинуть
    πλησιάζω, βάζω ( или θέτω) κοντά, προσεγγίζω

    Русско-греческий словарь > подвигать

  • 9 подкрадываться

    подкрадываться
    несов πλησιάζω ἀθόρυβα, πλησιάζω κρυφά, κρυφοζυγώνω:
    \подкрадываться на цыпочках πλησιάζω πατώντας στά νύχια.

    Русско-новогреческий словарь > подкрадываться

  • 10 придвинуть

    ρ.σ.μ. κινώ, φέρω κοντά, πλησιάζω•

    придвинуть стол к стене πλησιάζω το τραπέζι στον τοίχο•

    придвинуть срок συντομεύω την προθεσμία.

    μετακινούμαι πλησίον, πλησιάζω προωθούμαι•

    войска -лись к границам τα στρατεύματα προωθήθηκαν κοντά στα σύνορα•

    срок -лся η προθεσμία συντόμευσε (πλησίασε).

    Большой русско-греческий словарь > придвинуть

  • 11 сближать

    προσεγγίζω, φέρνω κοντά, πλησιάζω
    -ся πλησιάζω, προσεγγίζω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сближать

  • 12 подойти

    подойти 1) (приблизиться) πλησιάζω· προσεγγίζω (тж.о корабле)' \подойтидите ближе!πλησιάστε! 2) (к проблеме и т. п.) προσεγγίζω 3) (годиться) ταιριάζω· это мне не \подойтидёт αυτό δε μου κάνει подоконник м το περβάζι (παραθύρου)
    * * *
    1) ( приблизиться) πλησιάζω; προσεγγίζω (тж. о корабле)

    подойди́те бли́же! — πλησιάστε!

    2) (к проблеме и т. п.) προσεγγίζω
    3) ( годиться) ταιριάζω

    э́то мне не подойдёт — αυτό δε μου κάνει

    Русско-греческий словарь > подойти

  • 13 подъехать

    Русско-греческий словарь > подъехать

  • 14 приблизиться

    приблизиться πλησιάζω, σιμώνω, προσεγγίζω
    * * *
    πλησιάζω, σιμώνω, προσεγγίζω

    Русско-греческий словарь > приблизиться

  • 15 к

    к
    предлог с дат. ἡ. ί. (куда-л., по направлению к...) σέ, προς:
    к югу προς νό-τον приближаться к до́му πλησιάζω στό σπίτι· зайти́ к врачу́ πηγαίνω στό γιατρό-обращаться к прису́тствующим ἀπευθύνομαι προς τους παριστάμενους·
    2. (вплотную κ) σέ, προς, κοντά:
    подойти́ к две-ри πλησιάζω στήν πόρτα1
    3. (при указании назначения) γιά, σέ:
    сухари́ к чаю παξιμάδια γιά τό τσάι·
    4. (при прикреплении, присоединении) σέ:
    приклеить что́-л. к чему́-л. κολλῶ κάτι πάνω σέ κάτι· к двум прибавить пять στά δύο προσθέτω πέντε· присоединиться к гуляющим πάω μαζί μ· αὐτούς πού κάνουν περίπατο· к тому́ же ἐπί πλέον, ἐκτος αὐτού·
    5. (по отношению κ) προς, γιά, σέ, μέ:
    любовь к детям ἡ ἀγάπη γιά τά παιδιά· ласковый ко всем γλυκομίλητος μέ ὀλους·
    6. (для) προς, γιά·
    7. (при обозначении срока) κατά, προς:
    к пяти́ часам κατά τίς πέντε ἡ ὠρα· к субботе προς τό Σάββατο· к вечеру κατά τό βράδυ· ◊ лицом к лицу́ πρόσωπο μέ πρόσωπο· плечом к плечу́ ὁ ἔνας κοντά στον ἄλλον к слову сказать μιά πού τό ἔφε-ρε ὁ λογος· к лучшему προς τό καλύτερο· к несчастью δυστυχώς· к счастью εὐτυχῶς· к сожалению δυστυχώς· к моему́ большому удовольствию προς μεγάλη μου εὐχαρίστηση.

    Русско-новогреческий словарь > к

  • 16 подплывать

    подплывать
    несов, подплыть сов πλησιάζω κολυμπώντας, ἔρχομαι κολυμπώντας (вплавь) / πλησιάζω στή στεριά (на судне, тж. о судне).

    Русско-новогреческий словарь > подплывать

  • 17 подъезжать

    подъезжать
    несов
    1. (приезжать) φθάνω, Ερχομοί, πλησιάζω, προσεγγίζω·
    2. перен (к-кому-л.) разг πλησιάζω.

    Русско-новогреческий словарь > подъезжать

  • 18 приближаться

    приближа||ться
    πλησιάζω (а.иет.), ζυγώνω:
    \приближатьсяться к окну́ πλησιάζω στό παράθυρο· поезд \приближатьсяется τό τραίνο πλησιάζει· \приближатьсяется час отъезда πλησιάζει ἡ ὠρα τής ἀναχώρησης.

    Русско-новогреческий словарь > приближаться

  • 19 сближать

    сближа||ть
    несов προσεγγίζω, φέρνω κοντά, πλησιάζω κάποιον, πλησιάζω κάτι:
    общие интересы \сближатьют нас μᾶς συνδέουν κοινά συμφέροντα.

    Русско-новогреческий словарь > сближать

  • 20 сдвигать

    сдвигать
    несов, сдвинуть сов
    1. μετατοπίζω, μεταθέτω:
    \сдвигать шляпу набекрень βάζω τό καπέλλο μου στραβά·
    2. (сближать) πλησιάζω (μετ.), προσεγγίζω:
    \сдвигать два стола πλησιάζω δύο τραπέζια· \сдвигать брови σουφρώνω τά φρύδια μου· ◊ его́ с места не сдвинешь δέν μπορείς νά τόν κουνήσεις ἀπ' τή θέση του.

    Русско-новогреческий словарь > сдвигать

См. также в других словарях:

  • πλησιάζω — πλησιάζω, πλησίασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: πλησιάζω : απαντάται (σπάνια) ο ενεστώτας της παθητικής φωνής πλησιάζομαι (με την έννοια → προσεγγίζομαι) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλησιάζω — bring near pres subj act 1st sg πλησιάζω bring near pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιάζω — ΝΜΑ και δωρ. τ. πλατιάζω [πλησίος] 1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, προσεγγίζω («πλησιάζω το χέρι μου στη φωτιά») 2. έρχομαι κοντά, σιμώνω, ζυγώνω 3. είμαι, βρίσκομαι κοντά 4. συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι (α. «αυτός δεν πλησιάζει γυναίκα» β. «τῇ …   Dictionary of Greek

  • πλησιάζω — πλησίασα 1. μτβ., φέρνω κοντά κάτι: Μην πλησιάζεις το αναμμένο τσιγάρο στη βενζίνη. 2. έρχομαι κοντά σε κάτι, ζυγώνω, σιμώνω: Τον πλησίασα με τρόπο και του μίλησα. 3. μτφ., συναναστρέφομαι, σχετίζομαι: Μπορεί και πλησιάζει υψηλά πρόσωπα. 4. αμτβ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλησιάζετον — πλησιάζω bring near pres imperat act 2nd dual πλησιάζω bring near pres ind act 3rd dual πλησιάζω bring near pres ind act 2nd dual πλησιάζω bring near imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιάζετε — πλησιάζω bring near pres imperat act 2nd pl πλησιάζω bring near pres ind act 2nd pl πλησιάζω bring near imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιάζῃ — πλησιάζω bring near pres subj mp 2nd sg πλησιάζω bring near pres ind mp 2nd sg πλησιάζω bring near pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιάσουσι — πλησιάζω bring near aor subj act 3rd pl (epic) πλησιάζω bring near fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πλησιάζω bring near fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιάσουσιν — πλησιάζω bring near aor subj act 3rd pl (epic) πλησιάζω bring near fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πλησιάζω bring near fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιάσω — πλησιάζω bring near aor subj act 1st sg πλησιάζω bring near fut ind act 1st sg πλησιάζω bring near aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπλησίακε — πλησιάζω bring near perf imperat act 2nd sg πλησιάζω bring near perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»