Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

προσδιορίζω

  • 21 специфицировать

    1. (производить классификацию) προσδιορίζω, καθορίζω, προδιαγράφω, περιγράφω, ταξινομώ 2. (составлять перечень чего-л.) κάνω/συντάσσω τον κατάλογο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > специфицировать

  • 22 устанавливать

    1. (собирать, монтировать) (προσ)αρμόζω, συναρμολογώ 2. (величину, показание) ρυθμίζω 3. (в какое-л. положение) τοποθετώ, θέτω, βάζω 4. (определять, оценивать, измерять) προσδιορίζω, εκτιμώ, βρίσκω, εξακριβώνω 5. (осуществлять, организовывать, устраивать) οργανώνω, κανονίζω 6. (утверждать, вводить в действие) καθορίζω, εγκαθιστώ 7. (добиваться осуществления чего-л.) κατορθώνω, ορίζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устанавливать

  • 23 фиксировать

    1. (отмечать, записывать, регистрировать) σημειώνω, εγγράφω 2. (уста-навливать, определять) καθορίζω, προσδιορίζω 3. (закреплять что-л. в определённом положении) στερεώνω 4 (сосредоточивать, устремлять) συγκεντρώνω, προσηλώνω 5. (усваивать) биол. αφομοιώνω 6. (фото) στερεώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фиксировать

  • 24 цель

    1. (рлк.) о στόχ/ος
    ложная - ψευδής/ψεύτικος -
    радиолокационная - του ραδιοεντοπιστή, разг. - του ραντάρ
    2. (стремление достичь чего-л.) о σκοπ/ός, о στόχος
    η επιδίωξη
    прибор может быть использован для следующих - ей το όργανο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους παρακάτω - ούς
    - написания чего-л. η προθετικότητα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цель

  • 25 обусловить

    обусловить
    сов, обусловливать несов
    1. (оговорить) βάζω ὀρους, θέτω ὀρον, ἐξαρτῶ ἀπό·
    2. (послужить причиной) προσδιορίζω, καθορίζω.

    Русско-новогреческий словарь > обусловить

  • 26 отводить

    отводить
    несов
    1. (кого-л. куда-л.) ὀδηγῶ, προπέμπω, ξεπροβοδίζω/ ἀπάγω, ἀποκομίζω (уводить)/ συνοδεύω (сопровождать):
    \отводить детей домой φέρνω (или συνοδεύω) τά παιδιά στό σπίτι·
    2. (в сторону) (μβτα)στρέφω, ἐκτρέπω / παροχετεύω (воду):
    \отводить русло реки́ στρέφω τόν ροῦν τοῦ ποταμοῦ· \отводить уда́р ἀποκρούω κτύπημα·
    3. (отклонять, отвергать) ἀπορρίπτω, ἐξαιρώ/ δέν δέχομαι (кандидата и т. п.)·
    4. (землю, помещение) ὁρίζω, προσδιορίζω· ◊ \отводить ду́шу λέγω τόν πόνο μου· \отводить глаза кому́-л. ξεγελώ κάποιον я не мог отвести́ глаз δέν μπορούσα νά ξεκολλήσω τό βλέμμα μου.

    Русско-новогреческий словарь > отводить

  • 27 фиксировать

    фиксировать
    несов
    1. (отмечать, записывать) καθορίζω, προσδιορίζω·
    2. (сосредоточивать) προσηλώνω, καρφώνω:
    \фиксировать внимание προσηλώνω τήν προσοχή·
    3. фото φιξάρω.

    Русско-новогреческий словарь > фиксировать

  • 28 определительныйабзтаб[απρινηλίτιλ'νυΐ] εκ. (γραμ.) προσδιορισπκός

    [απριντιλγιάτ'] ρ. καθορίζω, προσδιορίζω

    Русско-греческий новый словарь > определительныйабзтаб[απρινηλίτιλ'νυΐ] εκ. (γραμ.) προσδιορισπκός

  • 29 определять

    [απριντιλγιάτ'] ρ. καθορίζω, προσδιορίζω

    Русско-греческий новый словарь > определять

  • 30 определительныйабзтаб[απρινηλίτιλ'νυϊ] επ (γραμ) προσδιορισπκός

    [απριντιλγιάτ'] ρ καθορίζω, προσδιορίζω

    Русско-эллинский словарь > определительныйабзтаб[απρινηλίτιλ'νυϊ] επ (γραμ) προσδιορισπκός

  • 31 определять

    [απριντιλγιάτ'] ρ καθορίζω, προσδιορίζω

    Русско-эллинский словарь > определять

  • 32 лимитировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ. ορίζω, καθορίζω, προσδιορίζω (τιμή, ποσό κ.τ.τ.);
    ορίζομαι, καθορίζομαι, προσδιορίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > лимитировать

  • 33 мерить

    -рю, -ришь
    κ. (απλ.) мерять, -яю, -яешь
    ρ.δ.μ.
    1. μετρώ, καταμετρώ•

    мерить температуру μετρώ τη θερμοκρασία•

    мерить глубину μετρώ το βάθος.

    || μτφ. προσδιορίζω, υπολογίζω, εκτιμώ•

    мерить силы врага εκτιμώ τις δυνάμεις του εχθρού.

    || μτφ. βαδίζω, βηματίζω, διανύω,πηγαινοέρχομαι.
    2. προβάρω, κάνω πρόβα, δοκιμάζω.
    εκφρ.
    мерить вёрсты – μετρώ τα βέρστια(διανύω μεγάλες αποστάσεις)•
    мерить глазами (взглядом, взором) – μετρώ (εκτιμώ) με το μάτι•
    мерить тою же мерою (ή в ту же -у) – πληρώνω με το ίδιο νόμισμα (ανταποδίδω τα ίσα).
    1. μετριέμαι, αντιμετριέμαι, παραβγαίνω• αλληλομετριέμαι.
    2. μετρώ το ύψος μου.

    Большой русско-греческий словарь > мерить

  • 34 наметить

    -чу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. намеченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σημαδεύω, σκοπεύω, βάζω στο σημάδι. || σημειώνω, μαρκάρω. || προσδιορίζω.
    2. σκιαγραφώ, σχεδιάζω πρόχειρα, προσχεδιάζω.
    σημειώνομαι.
    -чу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. намеченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σημαδεύω, βάζω σημάδι διακριτικό.
    2. τρυπώνω (ράβω πρόχειρα).
    3. διαγράφω, περιγράφω. προσχεδιάζω.
    σημειώνομαι, σημαδεύομαι. || διαγράφομαι, καθορίζομαι προκαταρτικά.

    Большой русско-греческий словарь > наметить

  • 35 обусловить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. βάζω όρο, θέτω ρήτρα•

    он ничем не -ил своего содействия αυτός δεν έβαλε κανένα όρο για.τη συνεργασία του.

    2. καθορίζω, προσδιορίζω, χρησιμεύω σαν αιτία•

    планомерный труд -ил успех дела η εργασία με πλάνο καθόρισε την επιτυχία της υπόθεσης.

    Большой русско-греческий словарь > обусловить

  • 36 отнести

    -есу, -есшь, παρλθ. χρ. отнс
    -несла.
    -лб, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отнесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω•

    брат отнс письмо в почту ο αδερφός πήγε το γράμμα στο ταχυδρομείο.

    || μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο παίρνω αναμερίζω•

    отнести й камни от дороги πάρε τις πέτρες από το δρόμο.

    2. παρασύρω•

    ветер отнс шляпу в другую сторону улицы ο άνεμος παρέσυρε το καπέλο στην άλλη μεριά του δρόμου•

    течением -лб (απρόσ.) лодку το ρεύμα παρέσυρε τη βάρκα.

    || μετακινώ, προωθώ, επεκτείνω•

    сосед отнс забор на три метра дальше ο γείτονας επέκτεινε τον περίβολο τρία μέτρα πιο πέρα.

    || απομακρύνω, αναμερώ•

    отнести ей руку в сторону πάρε το χέρι πέρα, αναμέρισε το χέρι.

    3. συμπεριλαβαίνω, συγκαταλέγω. || χρονολογώ, προσδιορίζω χρονολογία• ανάγω. || αποδίδω• θεωρώ•

    отнести ошибку к небрежности αποδίδω το λάθος σε αμέλεια.

    4. αναβάλλω•

    отнести дело на осень αναβάλλω την υπόθεση για το Φθινόπωρο.

    || αποκόπτω, κόβω μονομιάς.
    1. (συμπερι) φέρομαι•

    он к нему отнёсся высокомерно αυτός του φέρθηκε αλαζονικά (υπεροπτικά)•

    отнести с уважнием φέρνομαι με σεβασμό.

    || δέχομαι, εκλαμβάνω, παίρνω• δείχνω•

    он отнёсся с недоверием к его словам αυτός έδειξε δυσπιστίαστα λόγια του ή αυτός δέχτηκε τα λόγια τουμε δυσπιστία.

    2. παλ. αποτείνομαι, απευθύνομαι•

    к нему и следует отнести σ αυτόν πρέπεινα αποτανθείτε•

    это ко мне не -стся αυτόδε θα αφορέσει εμένα.

    Большой русско-греческий словарь > отнести

  • 37 разведать

    ρ.σ.μ.
    1. πληροφορούμαι, παίρνω πληροφορίες, μαθαίνω.
    2. ανιχνεύω, εξιχνιάζω• κάνω αναγνώριση• εξερευνώ•

    разведать залежи полезных ископаемых εξερευνώ κοιτάσματα ορυκτών•

    разведать расположение огневых точек врага εξακριβώνω (προσδιορίζω ακριβώς) τη διάταξη των πυρών του εχθρού.

    Большой русско-греческий словарь > разведать

  • 38 районировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ. διαιρώ, χωρίζω σε επαρχίες. || καθορίζω, προσδιορίζω, κατανέμω κατά επαρχίες ή κατά περιοχές.
    1. διαιρούμαι, χωρίζομαι κατά επαρχίες.
    2. κατανέμομαι κατά περιοχές.

    Большой русско-греческий словарь > районировать

  • 39 установить

    -овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. установленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. εγκατασταίνω, τοποθετώ, εγκαθιδρύω•

    установить машину εγκατασταίνω μηχανή.

    || κανονίζω•

    установить орудия по прицелу κανονίζω τη σκόπευση τωνπυροβόλων.

    || αποκατασταίνω, αποκαθιστώ•

    установить связь αποκατασταίνω τη σύνδεση (επικοινωνία).

    || συνταυτίζω, φέρω σε αντ ιστό ιχία, αντ ιστοιχώ.
    2. καθιερώνω, βάζω σε εφσ.ρμογή•

    установить наблюдение за подозрительными лицами βάζω υπο παρακολούθηση ύποπτα πρόσωπα.

    3. ορίζω, καθορίζω• βάζω•

    установить цену καθορίζω την τιμή•

    установить расписание καθορίζω το ωρολόγιο πρόγραμμα.

    4. επιβάλλω•

    установить тишину επιβάλλω ησυχία•

    установить порядок επιβάλλω τάξη.

    5. προσδιορίζω, καθορίζω, εξακριβώνω, διαπιστώνω•

    из-за тумана мы не смогли установить силы врага λόγω της ομίχλης δεν μπορέσαμε να προσδιορίσομε τις εχθρικές δυνάμεις.

    6. βλ. уставить (4 σημ.).
    1. (απλ.) τοποθετούμαι, μπαίνω, χωρώ.
    2. καθιερώνομαι θεσπίζομαι•

    -лся обычай έγινε συνήθεια.

    || επικρατώ•

    -лся порядок επεκράτησε τάξη•

    -лась тишина επεκράτησε ησυχία.

    || σταθεροποιούμαι•

    погода -лась ο καιρός σταθεροποιήθηκε.

    || μπαίνω σε εφαρμογή, πραγματοποιούμαι• αποκατασταίνομαι•

    мвду центром и периферией -лась прочная связь αναμεαα στο κέντρο και την περιφέρεια αποκαταστάθηκε μόνιμη σύνδεση (ή επικοινωνία).

    3. διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι•

    он ещё не -лся αυτός ακόμα δε διαμορφώθηκε•

    голос у него не вполно -лось η φωνή του ακόμα δε διαμορφώθηκε πλήρως.

    4. βλ. уставиться (4 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > установить

  • 40 фиксировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.
    1. (γραπ. λόγος)• ορίζω, καθορίζω, προσδιορίζω•

    конституция -рует права граждан το σύνταγμα καθορίζει τα δικαιώματα του πολίτη.

    || σημειώνω, εγγράφω, καταγράφω, καταχωρώ•

    фиксировать все сведения καταγράφω όλες τις πληροφορίες.

    2. προσηλώνω, καρφώνω, συγκεντρώνω•

    фиксировать внимание προσηλώνω την προσοχή.

    3. στερεώνω.
    4. αφομοιώνω.
    1. ορίζομαι, καθορίζομαι, προσδιορίζομαι. || σημειώνομαι, εγγράφομαι, καταγράφομαι.
    2. προσηλώνομαι, καρφώνομαι,συγκεντρώνομαι•

    внимание -лось на дальней точке η προσοχή προσηλώθηκε σε μακρινό σημείο.

    || στερεώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > фиксировать

См. также в других словарях:

  • προσδιορίζω — προσδιορίζω, προσδιόρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσδιορίζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ορίζω κάτι με ακρίβεια ύστερα από έλεγχο ή έρευνα 2. καθορίζω («το υπουργείο προσδιόρισε τον κατώτατο μισθό») μσν. αρχ. (ενεργ. και μέσ.) ορίζω επιπροσθέτως αρχ. μέσ. προσδιορίζομαι ισχυρίζομαι επί πλέον («προσδιωρίζετο μηδὲν αὑτῷ… …   Dictionary of Greek

  • προσδιορίζω — προσδιόρισα, προσδιορίστηκα, προσδιορισμένος 1. ορίζω κάτι με ακρίβεια ύστερα από έλεγχο και έρευνα. 2. ορίζω, καθορίζω: Προσδιορίστηκαν οι τιμές του σιταριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσδιορίζῃ — προσδιορίζω define pres subj mp 2nd sg προσδιορίζω define pres ind mp 2nd sg προσδιορίζω define pres subj act 3rd sg προσδιορίζω define pres subj mp 2nd sg προσδιορίζω define pres ind mp 2nd sg προσδιορίζω define pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιοριζομένων — προσδιορίζω define pres part mp fem gen pl προσδιορίζω define pres part mp masc/neut gen pl προσδιορίζω define pres part mp fem gen pl προσδιορίζω define pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιοριζόμεθα — προσδιορίζω define pres ind mp 1st pl προσδιορίζω define pres ind mp 1st pl προσδιορίζω define imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) προσδιορίζω define imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορισαμένων — προσδιορίζω define aor part mid fem gen pl προσδιορίζω define aor part mid masc/neut gen pl προσδιορίζω define aor part mid fem gen pl προσδιορίζω define aor part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορισόμεθα — προσδιορίζω define aor subj mid 1st pl (epic) προσδιορίζω define fut ind mid 1st pl προσδιορίζω define aor subj mid 1st pl (epic) προσδιορίζω define fut ind mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορίζει — προσδιορίζω define pres ind mp 2nd sg προσδιορίζω define pres ind act 3rd sg προσδιορίζω define pres ind mp 2nd sg προσδιορίζω define pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορίζομεν — προσδιορίζω define pres ind act 1st pl προσδιορίζω define pres ind act 1st pl προσδιορίζω define imperf ind act 1st pl (homeric ionic) προσδιορίζω define imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορίζον — προσδιορίζω define pres part act masc voc sg προσδιορίζω define pres part act neut nom/voc/acc sg προσδιορίζω define pres part act masc voc sg προσδιορίζω define pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»