Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προσανάγω

См. также в других словарях:

  • προσανάγω — Α [ἀνάγω] 1. ανυψώνω κάτι προς κάτι άλλο 2. (αμτβ.) προσεγγίζω, πλησιάζω 3. παθ. προσανάγομαι άγομαι, οδηγούμαι προς τα επάνω 4. φρ. «προσανάγειν τῇ γῇ» προσορμίζομαι εκ νέου …   Dictionary of Greek

  • προσαναγάγετε — προσανάγω carry up to aor imperat act 2nd pl προσανᾱγάγετε , προσανάγω carry up to aor ind act 2nd pl (doric aeolic) προσανάγω carry up to aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναχθείσης — προσανάγω carry up to aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναχθέντων — προσανάγω carry up to aor part pass masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσανάγων — προσανάγω carry up to pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσανήχθω — προσανάγω carry up to perf imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτανάγω — Α (δωρ. τ.) προσανάγω* …   Dictionary of Greek

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»