-
1 προσαναδεχομαι
-
2 προσαναδέχομαι
A expect besides, wait for, Plb.5.13.8, 21.13.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαναδέχομαι
См. также в других словарях:
προσαναδέχομαι — Α (αποθ.) προσμένω επί πλέον, αναμένω κάποιον ακόμη να έλθει. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναδέχομαι «αναμένω, περιμένω»] … Dictionary of Greek