-
1 προσαναδεχομαι
См. также в других словарях:
προσαναδέχομαι — Α (αποθ.) προσμένω επί πλέον, αναμένω κάποιον ακόμη να έλθει. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναδέχομαι «αναμένω, περιμένω»] … Dictionary of Greek
1 προσαναδεχομαι
προσαναδέχομαι — Α (αποθ.) προσμένω επί πλέον, αναμένω κάποιον ακόμη να έλθει. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναδέχομαι «αναμένω, περιμένω»] … Dictionary of Greek