-
1 προς-πλάσσω
προς-πλάσσω, att. - ττω, daran bilden, machen, νεοσσιαὶ προςπεπλασμέναι ἐκ πηλοῠ πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι, Her. 3, 111, u. einzeln bei Sp.
-
2 προς-επι-πλάσσω
προς-επι-πλάσσω (s. πλάσσω), noch dazu bilden, erdichten, Phurnut.
-
3 προς-ανα-πλάσσω
προς-ανα-πλάσσω, att. - ττω (s. πλάσσω), dazu od. daran bilden, hinzu andichten, τινί τι, Sp.
-
4 προς-δια-πλάσσω
προς-δια-πλάσσω, att.- ττω, dazu bilden, erfinden, Sp.
-
5 προςπλάσσω
προς-πλάσσω, daran bilden, machen -
6 προςαναπλάσσω
προς-ανα-πλάσσω, dazu od. daran bilden, hinzu andichten -
7 προςδιαπλάσσω
προς-δια-πλάσσω, dazu bilden, erfinden -
8 προςεπιπλάσσω
προς-επι-πλάσσω, noch dazu bilden, erdichten
См. также в других словарях:
ποτιπλάσσω — Α (ποιητ. και δωρ. τ.) προσπλάσσω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος του πρός + πλάσσω] … Dictionary of Greek
προσεκπλαγείς — πρός , ἐκ πλάσσω form aor part pass masc nom/voc sg πρόσ ἐκπλάσσω model exactly aor part pass masc nom/voc sg πρόσ ἐκπλήσσω strike out of aor part pass masc nom/voc sg προσεκπλᾱγείς , πρόσ ἐκπλήσσω strike out of aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek
κανθοπλασία — ή κανθοπλαστική, η ιατρ. εγχείρηση κατά την οποία επεκτείνεται προς τα έξω η βλεφαρική σχισμή με τομή κατά τον έξω κανθό*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. canthoplastie < cantho (πρβλ. κανθός) + plastie (πρβλ. πλαστία < πλάστης <… … Dictionary of Greek
παλάμη — (I) και απαλάμη, η (ΑΜ παλάμη) 1. η εσωτερική επιφάνεια τού χεριού ανάμεσα στον καρπό και στα δάχτυλα, η χούφτα ή φούχτα 2. το χέρι («παλάμη δ ἔχε χάλκεον ἔγχος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. μονάδα μήκους ίση με το 1/10 τού μέτρου, μονάδα επιφάνειας ίση… … Dictionary of Greek
αναπλάθω — (Α ἀναπλάσσω και ττω) πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω (Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα νεοελλ. 1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση 2 … Dictionary of Greek
πτίσσω — και πτίττω Α 1. εκλεπίζω, αποφλοιώνω, ξεφλουδίζω κριθάρι ή άλλα δημητριακά 2. κοπανίζω μέσα σε γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. λ., όρος τής γεωργίας, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *peis / *pis «λειανίζω, συντρίβω, κοπανίζω, αλέθω σε γουδί» και συνδέεται με … Dictionary of Greek