-
1 προς-πασσαλεύω
προς-πασσαλεύω, att. - τταλεύω, noch dazu, daneben annageln; τῷ πάγῳ, Aesch. Prom. 20; Ar. Plut. 943; Her. πρὸς τὰ οἰκία τρίποδα, 1, 144. 9, 120 u. Sp., wie Luc. D. Mar. 14, 3 u. öfter; komisch ἀχανὴς προςπεπατταλευμένος, Hegesipp. b. Ath. IV, 290 d, gleichsam vor Staunen angenagelt; – auch = an einen Nagel aufhängen, Theophr. char. 21, 2.
-
2 προς-δια-πασσαλεύω
προς-δια-πασσαλεύω, mit durchgeschlagenem Nagel daran festnageln, Her. 7, 33, ζῶντα πρὸς σανίδα.
-
3 πασσαλευω
-
4 πασσαλεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πασσαλεύω
-
5 προςπασσαλεύω,
προς-πασσαλεύω, u. προς-πασσαλόω, noch dazu, daneben annageln; komisch: ἀχανὴς προςπεπατταλευμένος, gleichsam vor Staunen angenagelt; auch = an einen Nagel aufhängen -
6 προςπασσαλόω
προς-πασσαλεύω, u. προς-πασσαλόω, noch dazu, daneben annageln; komisch: ἀχανὴς προςπεπατταλευμένος, gleichsam vor Staunen angenagelt; auch = an einen Nagel aufhängen -
7 προςδιαπασσαλεύω
-
8 διαπασσαλευω
атт. διαπατταλεύω1) пригвождать, распинать(τινὰ ζώοντα πρὸς σανίδα Her.)
2) распяливать на гвоздях (sc. τέν βύρσαν Arph.; τὸ δέρμα Plut.) -
9 προσπασσαλευω
атт. προσπαττᾰλεύω1) приколачивать, пригвождать(τινὰ τῷ πάγῳ Aesch.; τι πρὸς τὸ μέτωπόν τινι ὥσπερ κοτίνῳ Arph.; τινὰ ἐπὴ πέτρας Luc.)
2) вешать на гвоздь(τὸν τρίποδα Her.)
См. также в других словарях:
πασσαλεύω — και πατταλεύω, ΜΑ [πάσσαλος] μσν. (σχετικά με τα μάτια) προσηλώνω, καρφώνω αρχ. 1. στερεώνω με πασσάλους («ἐγκρατεῑ σθένει ῥαιστῆρι θεῑνε, πασσάλευε πρὸς πέτραις», Αισχύλ.) 2. μπήγω κάτι σαν πάσσαλο … Dictionary of Greek