-
1 πασσαλευω
-
2 διαπασσαλευω
атт. διαπατταλεύω1) пригвождать, распинать(τινὰ ζώοντα πρὸς σανίδα Her.)
2) распяливать на гвоздях (sc. τέν βύρσαν Arph.; τὸ δέρμα Plut.) -
3 προσπασσαλευω
атт. προσπαττᾰλεύω1) приколачивать, пригвождать(τινὰ τῷ πάγῳ Aesch.; τι πρὸς τὸ μέτωπόν τινι ὥσπερ κοτίνῳ Arph.; τινὰ ἐπὴ πέτρας Luc.)
2) вешать на гвоздь(τὸν τρίποδα Her.)
См. также в других словарях:
πασσαλεύω — και πατταλεύω, ΜΑ [πάσσαλος] μσν. (σχετικά με τα μάτια) προσηλώνω, καρφώνω αρχ. 1. στερεώνω με πασσάλους («ἐγκρατεῑ σθένει ῥαιστῆρι θεῑνε, πασσάλευε πρὸς πέτραις», Αισχύλ.) 2. μπήγω κάτι σαν πάσσαλο … Dictionary of Greek