-
1 προς-κλαίω
προς-κλαίω (s. κλαίω), dazu, dabei weinen, beweinen; Eur. Phoen. 1520; μυρία προςκλαύσας, Ael. V. H. 9, 39.
-
2 προς-ανα-κλαίω
προς-ανα-κλαίω, att. - κλάω (s. κλαίω), dazu, mit Einem beweinen, Synes. u. a. Sp.
-
3 κλαίω
κλαίω, att. κλάω, fut. κλαύσομαι u. κλαυσοῦμαι, wie κλαυσούμεϑα Ar. Pax 1081; auch κλαύσω, Maneth. 3, 143; κλαύσεις Theocr. 23, 24, wenn nicht mit Mein. κλαυσεῖ zu ändern ist; auch κλαιήσω, Dem. 21, 99. 37, 48 u. Sp.; od. att. κλαήσω, Dem. 19, 310; aor. ἔκλαυσα, perf. κέκλαυμαι, Sp. κέκλαυσμαι, wie Plut. cons. Apoll. 27; – weinen, klagen, Hom. u. Folgde; neben ὀδύρομαι, Od. 8, 577; καὶ κωκύειν 19, 541; ἀμφὶ δέ σε Τρωαὶ καὶ Δαρδανίδες κλαύσονται Il. 18, 339; auch von Pferden, 17, 426; οὔτε κλαίειν οὔτ' ὀδύρεσϑαι πρέπει Aesch. Spt. 638; κλαίω, στένομαι 854, vgl. Ag. 18; Soph. u. Eur.; in Prosa, ὅταν ἅμα χαίροντες κλάωσι Plat. Phil. 48 a, καὶ ἀγανακτῶ Phaed. 117 d; Sp.; αὐτὸν κλαίοντα ἀφήσω, ich werde ihn als einen Weinenden fortschicken, werde ihn unter Schlägen fortjagen, Il. 2, 263, u. so bei den Folgdn κλαίω = bestraft werden, κλάοις ἂν εἰ ψαύσειας Aesch. Suppl. 926, κλάων δοκεῖς μοι ἁγηλατήσειν Soph. O. R. 401; σὺ πρὸς χάριν μὲν οὐκ ἐρεῖς, κλάων δ' ἐρεῖς 1152; Ant. 750; κλαύσει φιλῶν τὸν οἶνον Eur. Cycl. 551; bes. bei den Comic., wie Ar. Nubb. 58 Vesp. 1327; auch κλαίειν λέγω σοι, im Ggstz von χαίρειν σοι λέγω, ich wünsche dir alles Schliume an den Hals, Her. 4, 127 und Ar. Plut. 62, dem οἰμώζειν λέγω σοι entsprechend, vgl. Vesp. 584; ἑφϑῇ κλαίειν ἀγορεύω Philox. Ath. I, 5 d; – αἵματι κλαίειν, blutige Thränen weinen, Heliod. 4, 8; Zenob. 1, 34; darnach auch δάκρυσι κλαίειν, D. Cass. 59, 27. – Trans., beklagen, beweinen, τινά, bes. einen Verstorbenen, Il. 20, 210 Od. 1, 363; öfter bei den Tragg. εἴπερ τι κλάεις τῶν Ὀρεστείων κακῶν Soph. El. 1106; μηδὲ ἄλλα κλαίοντά τε καὶ ὀδυρόμενον ὅσα Plat. Rep. III, 388 c; auch pass., σποδὸς ἀνδρὸς εὖ κεκλαυμένου Aesch. Ch. 674; αὐτὰ κέκλαυται βῶλος· ἐκ κεκλαυσμένας δ' ἀναϑαλήσεται στάχυς Heraclid. 3 (VII, 281); fut., μάτην ἐμοὶ κεκλαύσεται Ar. Nubb. 1436, ich werde vergeblich klagen. – Med. bei sich, für sich weinen, = act.; Aesch. Spt. 903 Ch. 450; τροφὸν δ' Ὀρέστου τήνδ' ὁρῶ κεκλαυμένην 720; vgl. Soph. O. R. 1490. – [Ἔκλαεν mit kurzem α steht Theocr. 14, 32, als aor. II.?]
-
4 κλαίω
κλαίω, old [dialect] Att. [full] κλάω (v. infr.) [pron. full] [ᾱ] never contracted; [dialect] Aeol. [full] κλαΐω Lyr.Adesp.65; [dialect] Ep.[ per.] 2sg.opt.Aκλαίοισθα Il.24.619
: [dialect] Att.[tense] impf. ἔκλᾱον, [dialect] Ep.κλαῖον Od.10.201
, [dialect] Ion.κλαίεσκον Il.8.364
, Hdt.3.119, A.Fr. 312: [tense] fut. κλαύσομαι, [ per.] 2sg. κλαύσῃ or κλαύσει, Il.18.340, Ar.V. 1327 (lyr.), Nu.58, 933 (anap.), E.Cyc. 554, etc., rarelyκλαυσοῦμαι Ar. Pax 1081
, 1277 (in mock heroic verses); [dialect] Att. alsoκλαιήσω Hyp.Dem.Fr.10
,κλᾱήσω D. 19.310
, 21.99, laterκλαύσω Theoc.23.34
, D.H.4.70, Ev.Jo.16.20, Man. 3.143: [tense] aor. ἔκλαυσα, [dialect] Ep.κλαῦσα Od.3.261
:—[voice] Med., [tense] aor.ἐκλαυσάμην S.Tr. 153
, AP7.412 (Alc. Mess.):—[voice] Pass., [tense] fut.κλαυσθήσομαι LXX Ps. 77(78).64
,κεκλαύσομαι Ar.Nu. 1436
: [tense] aor.ἐκλαύσθην Lyc.831
, J.AJ8.11.1 (v.l. κλαυθείς), IG14.2128: [tense] pf. , S.OT 1490,κέκλαυσμαι Lyc.273
, Plu.2.115b. [κλάω [ᾱ] is recognized as [dialect] Att. by A.D.Adv.187.26, and is found in codd. of Ar.Av. 341, Pl.Lg. 792a, Phlb. 48a: ἔκλᾰε in later poetry, Theoc.14.32, dub. in Hermesian.7.33 (cf. κλέω A).] ( κλᾰϝ-ψω, cf. κλαυ-θμός, etc.)I intr., cry, wail, lament, of any loud expression of pain or sorrow,κλαῖον δὲ λιγέως Od.10.201
;πρὸς οὐρανόν Il.8.364
;τῆς ἄρα κλαιούσης ὄπα σύνθετο Od.20.92
; for the dead, Il.19.297, etc.; ;κλαίοντα καὶ ὀδυρόμενον Pl.R. 388b
, etc.; διὰ τί οἱ κλαίοντες ὀξὺ φθέγγονται; Arist.Pr. 900a20;δάκρυσι κ. D.C. 59.27
; of infants, Sor.1.107, al.; of crying for joy, κλαῖον δὲ λιγέως, ἁδινώτερον ἤ τ' οἰωνοί κτλ. Od.16.216, cf. Eust.1799.57.2 shall send him home crying, howling, i.e. well beaten, Il.2.263: freq.in [dialect] Att., κλαύσεται he shall howl, i.e. he shall suffer for it, Ar.V. 1327 (lyr.), Pl. 174, al.;κλαύσομαι Id.Nu.58
; κλαύσει μακρά you shall howl loudly, i.e. suffer severely, Id. Pax 255, cf. 1277;κλαύσῃ φιλῶν τὸν οἶνον E.Cyc. 554
;κλάοις ἄν, εἰ ψαύσειας A.Supp. 925
; κλαίων to your sorrow or loss, at your peril, S.OT 401, 1152, Ant. 754;κλάων ἅψῃ τῶνδε E.Heracl. 270
, cf. Hipp. 1086;δεῦρ' ἔλθ' ἵνα κλάῃς Ar.Nu. 58
; κλάειν ἔγωγέ σε λέγω (opp. χαίρειν σοι λέγω) Id.Pl.62, cf. Hdt. 4.127;κλάειν εἴπωμεν Eup.363
;κλάειν κελεύων Λάμαχον Ar.Ach. 1131
;κλάειν σε μακρὰ κελεύσας Id.Eq. 433
; σέ δ' ἐᾶν κλάειν μακρὰ τὴν κεφαλήν suffer terribly in the head, Id.Pl. 612 (anap.), cf.V. 584.II trans., weep for, lament,κλαῖεν ἔπειτ' Ὀδυσῆα, φίλον πόσιν Od.1.363
, cf. Il.20.210; τι A.Ag. 890, S.El. 1117;τὰ αὑτοῦ πάθη Plu.Alc.33
:— [voice] Pass., to be mourned or lamented,ἀνδρὸς εὖ κεκλαυμένου A.Ch. 687
: impers.,μάτην ἐμοὶ κεκλαύσεται Ar.Nu. 1436
.III [voice] Med., bewail oneself, weep aloud, A.Th. 920 (lyr.): [tense] pf. part. [voice] Pass. κεκλαυμένος bathed in tears, Id.Ch. 457 (lyr.), 731, S.OT 1490.2 trans., bewail to oneself,πάθη.. πόλλ' ἔγωγ' ἐκλαυσάμην Id.Tr. 153
; (lyr.). -
5 προς-κατα-κλαίομαι
προς-κατα-κλαίομαι (s. κλαίω), nach dazu beweinen, Pol. 40, 2, 9.
-
6 ἀνα-κλαίω
ἀνα-κλαίω (s. κλαίω), in Weinen ausbrechen, aor. ἀνακλαύσας, Her. 3, 14, 66; beweinen, 3, 14; ϑανόντα Theocr. 1, 72. Im med. klagen, ὑμῖν τάδε ἀνακλάομαι Soph. Phil. 927; πρός τινά τι ἀνακλαύσασϑαι, Antiph. II, δ, 1; so oft im med., Dion. H.; Plut. Cat. min. 23.
-
7 προςκλαίω
προς-κλαίω, dazu, dabei weinen, beweinen -
8 προςανακλαίω
προς-ανα-κλαίω, dazu, mit einem beweinen -
9 ἍΜΑ
ἍΜΑ (verw. ὁμοῠ, σύν, ξύν, cum, ϑαμά, ἅπτομαι, das α copul.), sammt; als advb. u. als praepos. mit dat., Ctes. auch c. gen.; vom Orte, von der Zeit, u. übertragen; Hom. oft, z. B. Iliad. 1. 495 πρὸς Ὄλυμπον ἴσαν ϑεοὶ πάντες ἅμα, Ζεὺς δ' ἦρχε; 6, 59 ἅμα πάντες Ἰλίου ἐξαπολοίατο, alle mit einander; Od. 8, 121 οἱ δ' ἅμα πάντες καρπαλίμως ἐπέτοντο κονίοντες πεδίοιο; 10, 231. 257 οἱ δ' ἅμα πάντες ἀιδρείῃσιν ἕποντο; 259 οἱ δ' ἅμ' ἀιστώϑησαν ἀολλέες; Iliad. 4, 320 οὔ πως ἅμα πάντα ϑεοὶ δόσαν ἀνϑρώποισιν, alles zusammen; 13, 729 οὔ πως ἅμα πάντα δυνήσεαι αὐτὸς ἑλέσϑαι; 24, 304 χέρνιβον ἀμφίπολος πρόχοόν ϑ' ἅμα χερσὶν ἔχουσα; Od. 19, 471 τὴν δ' ἅμα χάρμα καὶ ἄλγος ἕλε φρένα, zugleich; Iliad. 7, 255 ἐκσπασσαμένω δολίχ' ἔγχεα χερσὶν ἅμ' ἄμφω σύν ῥ' ἔπεσον; 19, 242 αὐτίκ' ἔπειϑ' ἅμα μῠϑος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον, kaum war das Wort gesprochen, als schon; 3, 109 ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω λεύσσει, sowohl – als auch; 2, 281 ὡς ἅμα ϑ' οἱ πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι υἷες Ἀχαιῶν μῠϑον ἀκούσειαν; Od. 14. 403 ἅμα τ' αὐτίκα καὶ μετέπειτα; 9, 48 ἅμα πλέονες καὶ ἀρείους; 3, 111 ἅμα κρατερὸς καὶ ἀμύμων; Iliad. 1. 417 ἅμα τ' ὠκύμορος καὶ ὀιζυρὸς περὶ πάντων ἔπλεο; 8, 64 ἔνϑα δ' ἅμ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν; 24, 773 σέ ϑ' ἅμα κλαίω καὶ ἔμ' ἄμμορον; – Iliad. 2, 249 ὅσσοι ἅμ' Ἀτρείδῃς ὑπὸ Ἴλιον ἶλϑον; 6, 399 ἅμα δ' ἀμφίπολος κίεν αὐτῇ; 1, 158 ἀλλὰ σοὶ ἅμ' ἑσπόμεϑα. vgl. ohne cas. 3. 147 ἅμα δ' εἵπετ' ἄκοιτις, 4, 274 ἅμα δὲ νέφος εἵπετο πεζῶν; 24. 461 σοὶ γάρ με πατὴρ ἅμα πομπὸν ὄπασσεν; 16, 671. 681 πέμπε δέ μιν πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσϑαι; Od. 4, 123 τῇ δ' ἄρ' ἅμ' Ἀδρήστη κλισίην εὔτυκτον ἔϑηκεν; doppelt Od. 11, 371 οἵ τοι ἅμ' αὐτῷ Ἴλιον εἰς ἅμ' ἕποντο; Iliad. 3, 458 Ἑλένην καὶ κτήμαϑ' ἅμ' αὐτῇ ἔκδοτε; 16, 257 ἅμα Πατρόκλῳ ϑωρηχϑέντες; Od. 6, 31 Iliad. 9, 618 ἅμ' (ἅμα δ') ἠοῖ φαινομένηφιν; Iliad. 18. 136 ἅμ' ἠελίῳ ἀνιόντι; 210 ἅμα δ' ἠελίῳ καταδύντι; 16, 149 τὼ ἅμα πνοιῇσι πετέσϑην, schnell wie der Wind; Od. 1, 98. 5, 46 τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ' ὑγρὴν ήδ' ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο. – Auch bei den Folgend.; mit καί, σοφὸς κἀγαϑὸς κεκλῇ' ἅμα Soph. Phil. 119; ᾔσϑου φωνῆς ἅμα καὶ βροντῆς Ar. Nub. 292; auch in Prosa, αἱρετὸς ἅμα καὶ ἀγαϑός Plat. Phil. 22 d; mit τε – καί, ἄνους τε καὶ γέρων ἅμα Soph. Ant. 281; ἅμα αὐτοί τε δικασταὶ καὶ ῥήτορες ἐσόμεϑα Plat. Rep. I, 348 b; auch λυπεῖταί τε ἅμα καὶ χαίρει Phil. 36 b; vgl. Isocr. 4, 119; mit bloßem τέ, σὸς πατηρ ἐμός ϑ' ἅμα Soph. Ai. 987; doppelt τέ, ὁϑούνεκ' ἔσοιϑ' ἅμα πατρός τ' ἐκείνης τ' ὠρφανισμένος Trach. 937; – ἅμ' ἔπος, ἅμ' ἔργον, gesagt, gethan, Zenob. 1, 77; – καὶ ἅμα, und zugleich, überdies, Plat. Phaed. 116 e. – Mit dem partic., ὀρύσσοντες ἅμα τάφρον ἐπλίνϑευον, während sie gruben, unter dem Graben, Her. 1, 179; φεύγοντες ἅμα ἐτίτρωσκον Xen. An. 3, 3, 7; καὶ τρίβων ἅμα – ἔφη Plat. Phaed. 60 b; καὶ ἅμα ταῠτα εἰπὼν ἀνιστάμην, als ich das gesagt hatte, stand ich sogleich auf, Prot. 335 c; mit gen. abs., τῆς ἀγγελίας ἅμα ῥηϑείσης, προςεβοήϑουν, sobald als die Nachricht gemeldet war, Thuc. 2, 5; ἅμα ἀποϑνήσκοντος τοῦ ἀνϑρώπου διασκεδάννυται ἡ ψυχή Plat. Phaed. 77 b. Doch finden sich auch zwei Verba, z. B. ἅμα ἔλεγε καὶ ἀπεδείκνυε Her. 1. 112; vgl. Isocr. 4, 157. – Als praepos. ἅμα ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Her. 3, 86; ἅμα τῷ σίτῳ ἀκμάζοντι, zur Zeit, wo das Getreide reist, Thuc. 4. 1; ἅμα στρατῷ, mit dem Heere, Her. 6, 118; ἐσϑῆτα ἅμα γνώμῃ φορῶ Ar Thesm. 148; εἴσιϑ' ἅμ' ἐμοί Ran. 513; ἅμα τῷ τοῠ σώματος ἄνϑει λήγοντι, sobald die Blüthe des Körpers aufhört, Plat. Conv. 183 e; σοὶ γὰρ ἑψόμεσϑ' ἅμα Soph. El. 253; στείχειν ἅμ' αὐτοῖς Phil. 971. – Disjunctiv ἅμα μέν – ἅμα δέ, sowohl – als auch, theils – theils, Plat. Gorg. 452 d u. öfter in Prosa; ἅμα μέν – ἔτι δὲ καί Xen. Cyr. 1, 4, 3.
-
10 о
πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτ.1. (με αιτ.) εις, σε και άρθρο: στον, στην, στο, στους, στις, στα•удариться о камень χτυπώ στην πέτρα•
испачкаться ос стену λερώνομαι στον τοίχο•
опереться о перила στηρίζομαι στα κάγκελα•
сломить палку о колено σπάζω το παλούκι στο γόνατο.
2. με επανάλειψη του ουσ. σχηματίζει επιρρημαρικούς συνδυασμούς: πολύ κοντά, δίπλα, έγγιστα, πλάι-πλάι, κολλητά με•плечо о плечо πλάτη με πλάτη•
рука об руку χέρι με χέρι•
бок о бок πλάι-πλάι.
3. (για χρόνο) σε, κατά•об эту пору σ αυτόν τον καιρό (εποχή)•
вчера о полдень χτες κατά το μεσημέρι.
4. (με προθτ.) περί, για, ως προς•плакать о погибших κλαίω (για) τους πεσόντες•
говорить о событиях μιλώ για τα γεγονότα•
она думает обо мне αυτή σκέφτεται (για) εμένα•
напишу твоему отцу обо всем θα τά γράψω όλα στον πατέρα σου•
переговоры о мире διαπραγματεύσεις για την ειρήνη.
5. παλ. για αριθμητική ποσότητα με•каменный дом о пяти комнатах λιθόκτιστο σπίτι με πέντε δωμάτια•
дом о трёх этажах σπίτι τριώροφο.
6. περί, κατά•о заре κατά την αυγή•
о празднике κατά τη γιορτή.
о 2επιφ.1. (για κλήση, αναφώνηση, θαυμασμό), ω! τι!•о позор! τι ντροπή!•
о, муза! ω, μούσα!
2. (για αισθήματα πόνου, απελπισίας κ.τ.τ.) ω, όι•о-о! больно όι-όι! Πονά.
3. (με επιτακτική σημ.) ω•о да! ω ναι!, ω μάλιστα!•
о нет! α όχι!
-
11 κλάω
κλάω (A) [pron. full] [ᾰ], [tense] impf. ἔκλων ( κατ-) Il.20.227, (ἀν-) Th.2.76: [tense] fut. κλάσω [ᾰ] J.AJ10.11.3, Luc.DDeor.11.1: [tense] aor. 1 ἔκλᾰσα, [dialect] Ep.Aκλάσε Od.6.128
,κατά-κλασσε Theoc.25.147
:—[voice] Med., poet. [tense] aor.κλάσσατο AP7.124
(Diog. Laert.):—[voice] Pass., [tense] fut.κλασθήσομαι Arist.Mete. 373a5
: [tense] aor.ἐκλάσθην Il.11.584
: [tense] pf. , etc.: [tense] aor. 2 part. κλάς (as if from κλῆμι) Anacr.153:—break, break off,ἐξ ὕλης πτόρθον κλάσε Od.6.128
;ἐκλάσθη δὲ δόναξ Il.11.584
; break off the luxuriant shoots of the vine, Thphr. CP1.15.1 ([voice] Pass.), Gal.6.134, Longus 3.29, etc.;κ. ἄρτον 1 Ep.Cor.10.16
, cf. 11.24 ([voice] Pass.).2 Geom., deflect, inflect, usu. of drawing a straight line 'broken back' at a line or surface,κλάσαι εὐθεῖαν τὴν ΑΓΒ ἐν λόγῳ τῷ δοθέντι Papp. 904.17
; ἀπὸ δύο σημείων τῶν B, Eκλάσαι τὴν ΒΝΞΕ Id.122.3
:—more freq. in [voice] Pass., Arist.APo.1.c.; ἡ κεκλασμένη (sc. γραμμή) Id.Ph. 228b24;αἱ κλώμεναι εὐθεῖαι Apollon.Perg.Con.2.52
; ἐὰν ἀπὸ τῶν σημείων κλασθῶσιν ib.3.52;κεκλάσθω Euc.3.20
, al.; of visual rays, Arist.Mete. 377b22, Pr. 912b29; of arteries, Gal.9.84: generally,καμπαῖς κεκλασμένας ὑποπορεύσεις Plu.2.968b
; κεκλ. στολίδες ib.64a; τὰ κλώμενα τῶν ῥευμάτων their broken courses, ib.747d.3 metaph., break, weaken, frustrate,τὴν ἐλπίδα J.BJ3.7.13
, cf. Epigr.Gr. 348 ([place name] Cios): in [tense] pf. part. [voice] Pass., κεκλασμένη φωνή weak, effeminate voice, Hp.Epid.7.80, Arist.Phgn. 813a35 (also of the Siren's song, Vett.Val.108.28, cf.κ. ἀοιδή 242.10
); τὰ κεκλ. τῶν ὀμμάτων enfeebled eyes, Arist.Phgn. 808a9; κεκλ. μέλη varied by modulation, Plu.2.1138c; ῥυθμὸς κεκλ. broken rhythm, Longin.41.1; τὸ κεκλ. καὶ παντοδαπόν (sc. τῆς λέξεως) Phld.Rh.1.198S.b of emotion,ἐκλάσθην πρὸς ἔλεον J.Vit.43
.------------------------------------ -
12 τήκω
τήκω, A.Fr.300.5, etc., [dialect] Dor. [full] τάκω [pron. full] [ᾱ] S.El. 123 (lyr.), Theoc.2.28: [tense] fut.Aτήξω AP5.277
(Agath.), ([etym.] συν-) E.IA 398 (troch.); [dialect] Dor. [ per.] 2sg. ταξεῖς ([etym.] κατα-) Theoc.Ep.6.1: [tense] aor.ἔτηξα Hdt.3.96
, ([etym.] κατ-) Od.19.206, etc.: [tense] pf. τέτηκα, in intr. sense, Il.3.176, etc.; [dialect] Dor. (lyr.), ([etym.] προς-) S.Tr. 836 (lyr.): [tense] plpf.ἐτετήκειν X.An.4.5.15
:— [voice] Med., [tense] fut. τήξομαι (but in pass. sense) Hp.Flat.12: [tense] aor.ἐτηξάμην Nic.Al.63
, 164, 350:—[voice] Pass., [tense] fut. , al., Anacreont.10.16, ([etym.] συν-) Plu.2.752e: [tense] aor. ἐτάκην [ᾰ] E.Hel.3, Pl.Phdr. 251b, Ti. 83a; freq. in compds. ἐξ-, ἐν-, συν-; rarely ἐτήχθην, Hp. Morb.4.57, Pl.Ti. 61b, once in Trag.,συντηχθείς E.Supp. 1029
(lyr.): [tense] pf.τέτηγμαι Plu.2.106d
, AP5.272 (Agath.); but in early Gr. the [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Pass. are supplied by the intr. [voice] Act. [tense] pf. and [tense] plpf. τέτηκα, ἐτετήκειν (v. supr.).I [voice] Act., melt, melt down (trans.), of metals, Hdt.3.96, etc.; τ. πετραίαν χιόνα A.l.c.; bring clouds down in rain, Hdt.2.25; dissolve, Pl.Ti. 60e, 84d, Gal.13.523, etc.2 metaph., dissolve, cause to waste or pine away, μὴ θυμὸν τῆκε let it not melt or pine away, Od.19.264; τίν' αεὶ τάκεις ὧδ' ἀκόρετον οἰμωγὰν τὸν Ἀγαμέμνονα; (i.e. τί ὧδε τήκει οἰμώζουσα τὸν Ἀγ.;) S.El. 123 (lyr.);τ. βιοτάν E.Med. 141
(anap.); ; τ. καὶ λείβει [τὸ θυμοειδές] ib. 411b;τ. ἧπαρ Call.Aet.Oxy.2079.8
; διαφορεῖν καὶ τ. [σάρκα] carry off and reduce superfluous flesh, Gal.6.96, cf. Vict. Att.1;ἡ ταχεῖα κίνησις τὴν θερμασίαν ἐπὶ πλέον αὐξάνουσα τήκει τὸ σῶμα Id.15.191
;ἔρωτες τήξουσιν κραδίην AP5.277
(Agath.).II [voice] Pass., with intr. [tense] pf. [voice] Act. τέτηκα, melt, be dissolved, melt away, of snow, thaw,χιὼν τηκομένη Od.19.207
;ῥέειν ἀπὸ τηκομένης χιόνος Hdt.2.22
;λευκῆς τακείσης χιόνος E.Hel.3
;ἡνίκ' ἂν τακῇ χιών Id.Fr.228.4
;τὴν χιόνα τετηκέναι X.An.4.5.15
; of metals,ἐτήκετο κασσίτερος ὥς Hes.Th. 862
; σίδηρος.. πυρὶ κηλέῳ τήκεται ib. 866; also τετηκότα (sc. κρέα) sodden flesh, E.Cyc. 246; ἄλφιτα πυρὶ τ. is consumed, Theoc.2.18; τήκεται κοιλίη, merely, is relaxed, Hp.Aër.7; of putrefying flesh, fall away, Pl.Ti. 82e; of a corpse,κατθανὼν ἐτήκετο S.Ant. 906
; κηκὶς μηρίων ἐτήκετο ib. 1008;πυρὸς τετακότας σποδῷ E.Supp. 1141
(lyr.); εἰς τοῦτο τετηκυῖα resolved into.., Pl.Ti. 85d;στοιχεῖα καυσούμενα τήκεται 2 Ep.Pet.3.12
; of fat,τακείσης πιμελῆς Gal.6.192
, cf. 18(2).140; of food in the digestive organs,τήκεται μὲν ἡ πρότερον ῥηθεῖσα [πτισάνη], ἡ δ' ἑτέρα δύστηκτός ἐστι Id.6.784
.2 metaph., melt or waste away, pine,κλαίουσα τέτηκα Il.3.176
;τήκετο χρώς Od.19.204
; τήκετο καλὰ παρήϊα δάκρυ χεούσης ib. 208;ἐν νούσῳ.. δηρὸν τηκόμενος 5.396
;τ. νούσῳ Hdt.3.99
, cf. Theoc.1.66,82, etc.; Ὀδυσσεὺς τήκετο was moved to tears, Od.8.522;κλαίω, τέτηκα S.El. 283
;μὴ λίαν τάκου E.Med. 159
(lyr.);ψυχὴν ἐτήκου Id.Heracl. 645
, cf. El. 208 (lyr.);ἐτάκευ βασκαίνων Theoc.5.12
;τὸ κάλλος ἐτάκετο Id.2.83
; come to naught,δόξαι.. τακόμεναι κατὰ γᾶν μινύθουσιν A.Eu. 374
(lyr.); ἐπί τινι τακείς consumed for love of.., AP7.31 (Diosc.), cf. Luc.DMeretr.12.1; βλέμμα τηκόμενον a languishing look, Plu.Ant.53. (Cf. Lat. τᾱβες, OE. pawian 'thaw', Slav. tajati 'melt'.) -
13 ἅμα
A Adv. at once, at the same time, mostly of Time, freq. added toτε.. καί, ἅμ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλή Il.8.64
;ἅ. τ' ὠκύμορος καὶ ὀϊζυρός 1.417
;σέ θ' ἅ. κλαίω καὶ ἐμέ 24.773
;σαυτόν θ' ἅ. κἀμέ S.Ph. 772
, cf. 119;ἄνους τε καὶ γέρων ἅ. Ant. 281
:—with καί only,ἅ. πρόσσω καὶ ὀπίσσω Il.3.109
; withτε.. τε, χειρῶν τε βίης θ' ἅ. ἔργον ἔφαινον Hes.Th. 677
.3 in Prose ἅ. δέ.. καί.., ἅ. τε.. καί.., ἅ... καί .. may often be translated by no sooner.. than..,ἅ. δὲ ταῦτα ἔλεγε καὶ ἀπεδείκνυε Hdt.1.112
; ;ἅ. ἀκηκόαμέν τε καὶ τριηράρχους καθίσταμεν D.4.36
;ἅ. διαλλάττονται καὶ τῆς ἔχθρας ἐπιλανθάνονται Isoc.4.157
.b ἅ. μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον 'no sooner said than done', Il.19.242;ἅ. ἔπος τε καὶ ἔργον ἐμήδετο h.Merc.46
;ταῦτα εἶπε καὶ ἅ. ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Hdt.3.134
, cf. 9.92: prov.,ἅμ' ἔπος ἅμ' ἔργον Diogenian.1.36
.c with part. and finite Verb in same sense,βρίζων ἅ... ἐξήμελξας εὐτραφὲς γάλα A.Ch. 897
; ἅ. εἰπὼν ἀνέστη as soon as he had done speaking, he stood up, X.An.3.1.47; τῆς ἀγγελίας ἅ. ῥηθείσης ἐπεβοήθουν as soon as news was brought they assisted, Th.2.5;ἅ. γιγνόμενοι λαμβάνομεν Pl.Phd. 76c
;ἡμῖν ἅ. ἀναπαυομένοις ὁ παῖς ἀναγνώσεται Tht. 143b
.4ἅ. μέν.. ἔτι δέ.. X.Cyr.1.4.3
;ἅ. μέν.. πρὸς δέ.. Hdt.8.51
.II together, at once, both, without direct ref. to time, ἅ. πάντες orπάντες ἅ. Il.1.495
, al.;ἅ. ἄμφω h.Cer.15
;ἅ. κρατερὸς καὶ ἀμύμων Od.3.111
, etc.: of Place, Arist.Metaph. 1028b27.IV abs. with Verb, at one and the same time,αἱ πᾶσαι [νῆες] ἅ. ἐγίγνοντο ἐν ἑνὶ θέρει σ καὶ ν Th.3.17
, cf.οὐχ ἅ. ἡ κτῆσις παραγίγνεται D.23.113
.B Prep. with dat. (freq. with part. added), at the same time with, together with, ἅμ' ἠοῖ φαινομένηφι at dawn, Il.9.682, al.; ἅ. ἕῳ, ἅ. ἕῳ γιγνομένῃ, Th.1.48, 4.32; ἅμ' ἠελίῳ ἀνιόντι or καταδύντι at sunrise or sunset, Il.18.136, 210, al.;ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Hdt.3.86
, al.;ἅμ' ἡμέρᾳ E.El.78
, Th.2.94, etc., [dialect] Att.; ἅμ' ἦρι ἀρχομένῳ or ἅ. ἦρι at beginning of spring, Th.5.20, 2.2, etc.;ἅ. κήδεϊ κεκάρθαι τὰς κεφαλάς
during the time of..,Hdt.
2.36;ἅ. τειχισμῷ Th.7.20
;ἅμα τῷ διαυγάζειν Plb.3.104.5
(without Art. ἅμα εὑρεθῆναι Ps.-Plu.Fluv.23.2).2 generally, together with,ἅ. τινὶ στείχειν Il.16.257
;ὀπάσσαι 24.461
, al.; ; ἅ. πνοιῇς ἀνέμοιο keeping pace with the wind, Od.1.98; repeated,ἅμ' αὐτῷ.. ἅμ' ἕποντο 11.371
;οἱ ἅ. Θόαντι Hdt.6.138
, cf. Th.7.57.II rarely c. gen., Herod.4.95, POxy. 903 (iv A. D.), Pythag.Sim.28, Olymp.Hist. p.453 D.; dub. in Thphr.Char.6.9. -
14 ἐρῆμος
ἐρῆμος, ον, fem.Aἐρήμη Od.3.270
, S.OC 1719(lyr.), Ant. 739, Tr. 530 (lyr.), and in the phrase δίκη ἐρήμη (v. infr. III): [dialect] Att. [full] ἔρημος, ον, acc. to Hdn.Gr.2.938 : [comp] Comp.- ότερος Th.3.11
, Lys.29.1, etc.: [comp] Sup.- ότατος Hdt.9.118
:—desolate, lonely, solitary,1 of places,ἐς νῆσον ἐρήμην Od.3.270
;χῶρος Il.10.520
; τὰ ἐ. τῆς Λιβύης the desert parts.., Hdt.2.32, cf. Th.2.17 ; ἡ ἐρῆμος (sc. χώρα) Hdt.4.18 ;ἡ ἐρήμη Ael.NA 7.48
: pl., ib.3.26 ; empty,πνύξ Ar.Ach.20
.2 of personsor animals, τὰ δ' ἐρῆμα φοβεῖται (i.e. the sheep), Il.5.140 ;ξέρξην ἔ. μολεῖν A. Pers. 734
(troch.) ;ἧσθαι δόμοις ἔ. Id.Ag. 862
;πόρτις ἐρήμα S.Tr. 530
(lyr.) ;ἔ. κἄφιλος Id.Ph. 228
;τὸν θεὸν ἔ. ἀπολιπόντε Ar.Pl. 447
; freq. of poor, friendless persons, And.4.15, etc.; ἐρημότεροι, opp. δυνατώτεροι, Th.3.11; ;εἰς ὀρφανὰ καὶ ἔ. ὑβρίζειν Pl.Lg. 927c
; solitary, not gregarious,Plu.
Caes.63 : neut. as Adv., ἔρημα κλαίω I weep in solitude, E.Supp. 775; ἔρημον ἐμβλέπειν to look vacantly, Ar.Fr. 456.II c. gen., reft of, void or destitute of,[χώρη] ἐ. πάντων Hdt.2.32
;ἀνθρώπων Id.4.17
, cf. 18 ;ἀνδρῶν Id.6.23
, S.OT57 ;Ἀθηναίων Hdt.8.65
;στέγαι φίλων ἔ. S.El. 1405
;Πειραιᾶ ἔ. ὄντα νεῶν Th.8.96
; τῇ ἦν ἐρημότατον τῶν πολεμίων (sc. τὸ τεῖχος) Hdt.9.118 ;[τὰ γεγραμμένα] ἀπόντος τοῦ γράψαντος ἔρημα τοῦ βοηθήσοντός ἐστιν Isoc.Ep.1.3
;θεῶν ἔρημα εἶναι πάντα Pl.Lg. 908c
.2 of persons, bereft of,συμμάχων Hdt.7.160
; (lyr.);πατρὸς ἢ μητρός Pl.Lg. 927d
;πρὸς φίλων S.Ant. 919
; so ἔ. οἶκος a house without heirs, Is.7.31.3 with no bad sense, wanting, without,ἐσθὴς ἐρῆμος ὅπλων Hdt.9.63
; free from,ἀνδρῶν κακῶν ἔρημος πόλις Pl.Lg. 862e
.III ἐρήμη, rarely ἔρημος (with or more commonly without γραφή, δίκη, δίαιτα), ἡ, an undefended action, in which one party does not appear, and judgement goes against him by default, ἤλπιζε.. τὴν γραφὴν..ἐρήμην ἔσεσθαι would be undefended, Antipho 2.1.7 ; ; δίκην εἷλον ἐρήμην I got judgement by default, D.21.81 ;ἐρήμην αὐτὸν λαβόντες..εἷλον Lys.20.18
; τὴν ἔρημον δεδωκότα having given it by default in one's favour, D.21.85 ; ἔρημον ὦφλε δίκην he let it go by default, ib.87, cf. Antipho 5.13 ; ;ἐρήμην καταδιαιτῆσαί τινος Id.40.17
; γενομένης ἐρήμου κατὰ Μειδίου Test. ap. eund.21.93 ; ἐρήμην κατηγορεῖν to accuse in a case where there was no defence, Pl.Ap. 18c, cf. D.21.87 ; ἐρήμην or ἐξ ἐρήμης κρατεῖν, Luc.Anach.40, JTr.25 ;ἁλῶναι Id.Tox.11
, etc.3 for ἐρήμας τρυγᾶν v. sub τρυγάω.
См. также в других словарях:
κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek
ολοφύρομαι — (Α ὀλοφύρομαι, αιολ. τ. ὀλοφύρρω) θρηνώ με στεναγμούς και ξεφωνητά, κλαίω γοερά, οδύρομαι, σκούζω («φίλοι δ ἅμα πάντες ἕποντο πολλ ὀλοφυρόμενοι ὡς εἰ θανατόνδε κιόντα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αισθάνομαι συμπάθεια και οίκτο για τις συμφορές τών άλλων,… … Dictionary of Greek
οδύρομαι — (ΑΜ ὀδύρομαι και, για μετρικούς λόγους, δύρομαι) κλαίω γοερά, θρηνώ απαρηγόρητα, ολοφύρομαι, ολολύζω μσν. αρχ. πενθώ («ἵνα μηκέτ ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν αἰῶνα φθινύθω», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀδύρομαι (< *ὀδυρjομαι) ανάγεται πιθ. στην ρίζα *ed… … Dictionary of Greek
γλάρος — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή … Dictionary of Greek
πλημμυρίδα — η / πλημμυρίς, ίδος, ΝΜΑ, και πλήμυρις Α η φάση τής παλίρροιας κατά την οποία η στάθμη τής θάλασσας ανυψώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τον τ. πλήμη* «πλημμυρίδα» (< πίμπλημι) πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *πλημυρός κατά το σχήμα ἁλμυρίς … Dictionary of Greek
χύνω — ΝΜΑ, και χύννω ΜΑ (σχετικά με υγρό) αφήνω να ρεύσει, να πέσει προς τα έξω ή προς τα κάτω νεοελλ. 1. (σχετικά με υλικά) αφήνω να πέσει, σκορπίζω («έχυσες το στάρι») 2. (σχετικά με μέταλλα) ρευστοποιώ, λειώνω, χυτεύω 3. (σχετικά με διάφορα… … Dictionary of Greek
βρυχιέμαι — (AM βρυχῶμαι, άομαι) 1. (κυρίως για λιοντάρια και άλλα άγρια ζώα) μουγκρίζω, κραυγάζω άγρια 2. ουρλιάζω από πόνο ή οργή 3. θρηνώ, κλαίω γοερά 4. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο μσν. νεοελλ. βουίζω υποχθόνια. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κινυρός — κινυρός, ά, όν (Α) θρηνώδης, γοερός («κινηρός γόος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λεξιλογική ομάδα κινυρός, κινυρίζω, κινύρομαι συνδέεται άμεσα με εκείνη τών μινυρός, «αυτός που κλαψουρίζει» μινυρίζω, μινύρομαι «παραπονούμαι,… … Dictionary of Greek
λήρος — (I) ο (Α λῆρος) 1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῑ τὸ νόμισμα φύσει δ οὐδέν», Αριστοτ.) 2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῑνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ μειράκιον»,… … Dictionary of Greek