-
1 προς-ιτός
-
2 εὐ-πρός-ιτος
εὐ-πρός-ιτος, leicht zugänglich, χωρίον Strab. XII, 545; νῆσος Luc. V. H. 2, 44; πράγματα, wovor man sich nicht fürchtet, Aesop. – Adv., Poll. 5, 139, = εὐπροςηγόρως.
-
3 δυς-πρός-ιτος
δυς-πρός-ιτος, schwer zugänglich, d. i. unfreundlich, Eur. I. A. 345; schwer anzugreifen, πόλις D. Hal. 4, 54; D. C. 40, 34.
-
4 ἀ-πρός-ιτος
ἀ-πρός-ιτος, unzugänglich, ὄρη, ἄνοδος, Pol. 3, 49, 7. 5, 24, 4; Luc. Dem. enc. 32. – Adv., Plut. de aud. 8.
-
5 προςιτός
-
6 ἀπρόςιτος
-
7 δυςπρόςιτος
δυς-πρός-ιτος, schwer zugänglich, d. i. unfreundlich; schwer anzugreifen -
8 εὐπρόςιτος
εὐ-πρός-ιτος, leicht zugänglich; πράγματα, wovor man sich nicht fürchtet
См. также в других словарях:
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek
μελίτινος — μελίτινος, ίνη, ον (ΑM) 1. αυτός που είναι παρασκευασμένος από μέλι 2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («τὸν πρὸς χάριν λόγον ἔφη μελιτίνην ἀγχόνην εἶναι», Διογ. Λαέρτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + κατάλ. ινος (πρβλ. γύψ ινος)] … Dictionary of Greek
μελιτοειδής — μελιτοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με το μέλι,κυρίως ως προς το χρώμα. επίρρ... μελιτοειδῶς (Α) με τρόπο μελιτοειδή, όμοια με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + ειδής*] … Dictionary of Greek
χαριτήσιος — ον, τ. ουδ. στον πληθ. και χαριτείσια, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Χάριτες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριτήσιον α) ευχαριστήρια προσφορά β) επωδή για την επίτευξη εύνοιας 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαριτήσια και χαριτείσια γιορτή… … Dictionary of Greek