-
1 προς-είρω
-
2 προς-εν-είρω
προς-εν-είρω, s. προενείρω.
-
3 ἀντ-είρω
ἀντ-είρω, s. εἴρω), fut. ἀντερῶ, ich werde dagegen widersprechen, τινί, Plat. Rep. IX, 580 a; τάδ' άντερεῖς πρὸς αὐτόν Ar. Nub. 1062; absol., ἐκφοβεῖν τοὺς ἀντεροῦντας Thuc. 3, 42. öfter; οὐδὲν ἀντειρήσεται, es wird nichts dagegen gesagt werden, Soph. Tr. 1184, vgl. ἀντιλέγω, ἀντειπεῖν. – Med. dagegen fragen, ἀντείρετο Her. 1, 129; gew. aor. ἀντήρετο, Xen. Cyr. 2, 2, 22; Plut.
-
4 προςείρω
προς-είρω, anknüpfen, anbinden -
5 ἕρμα
ἕρμα, τό, 1) (von ἔρδω, ἐρείδω) die Stütze, bes. diejenigen, welche unter die Schiffe gestellt werden, wenn diese aufs Land gezogen sind, damit sie nicht faulen, νῆα μὲν οἵγε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρ υσσαν – ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν Il. 1, 485; ὑπὸ δ' ᾕρεον ἕρματα νηῶν 2, 154; H. h. Apoll. 507; übertr., ἕρμα πόληος, Stütze der Stadt, von Menschen, Il. 16, 449 Od 23, 121, womit Simonds. 85 (XIII, 26) zu vergleichen, der von Periander sagt σήμαινε λαοῖς ἕρμ' ἔχων Κορίνϑο υ. – Der Stützpunkt, Grundlage, τοῠτο οἷον ἕρμα πόλεως ἡμῖν κείσϑω τὰ νῠν Plat. Legg. V, 737 a; ἕρμα τῆς πολιτείας βέβαιον Plut. reip. ger. praec. 18. – In der Rennbahn der Stein, der den Punkt des Auslaufens bezeichnet, ἀφετήριον ἕρμα Philox. ep. (IX, 319). – Der Pfeil heißt bei Hom. μελαινέων ἕρμ' ὀδυνάων, der die Schmerzen begründet, auf dem die Schmerzen gleichsam ruhen, der Träger der Schmerzen, Il. 4, 117, welchen Vers Aristarch verwarf. – Auch der das Schiff niederhaltende, gleichsam stützende Ballast, Ar. Av. 1492; πρὸς τύχην μεγάλην πολὺ πνεῠμα καὶ σάλον ἔχουσαν ἕρματος πολλοῠ καὶ κυβερνήτου μεγάλου δεόμενον Plut. ad. princ. inerud. 5. Aehnl. Arist. von den Bienen, ὅταν δ' ἄνεμος ᾖ μέγας, φέρο υσι λίϑον ἐφ' ἑαυταῖς, ἕρμα πρὸς τὸ πνεῠμα H. A. 9, 40, vgl. 9, 12. – Uebertr., ἕρμα δῖον λαβοῠσα, von einem Gott die Leibesfrucht empfangen habend, Aesch. Suppl. 575. – 2) Klippen, Felsen, Sandbänke, auf die das Schiff auffährt, ἄφαντον Aesch. Ag. 979; übertr., τὸν πρὶν ὄλβον ἕρματι προςβαλὼν Δίκας Eum. 534; κακοὺς δ' ἐφ' ἕρμα στερεὸν ἐκβάλλο υσι γῆς Eur. Hel. 854; in Prosa, Her. 7, 183; μὴ ὥσπερ περὶ ἕρμα περιβάλῃ τὴν ναῠν Thuc. 7, 25, wie Plat. ἐξαίφνης πταίσαντα ὥςπερ πρὸς ἕρματι πρὸς τῇ πόλει Rep. VIII, 553 b; Sp., ἕρματα ὕφαλα D. Hal. 1, 52. – Allgemeiner, Hügel, πρὸς ἕρμα ( conj. für ἕργμα) τυμβόχωστον ἔρχομαι, zum Grabhügel, Soph. Ant. 841; ἕρμα γῆς ἁπαλόν, eine Stelle von weichem Grunde, App. B. C. 5, 101; – ἕρματα τῶν ϑεμελίων, die Ruinen, D. Sic. 5, 70. – 31 ( εἴρω) nur im plur., Ohrringe, Ohrgehänge, Il. 14, 182 Od. 18, 297. Vgl. ὅρμος. – Uebh. Bande, Fessel, Ael. H. A. 17, 25. 37. – Vgl. Buttm. Lexil. I p. 111 – 115.
-
6 εἰρήνη
εἰρήνη, ἡ (εἴρω), dor. εἰράνα, böot. ἰράνα, der Friede, die Friedenszeit, Hom. u. Folgde überall; ἐπ' εἰρήνης Il. 2, 797; εἰρήνην ποιεῖν Ἀρμενίοις καὶ Χαλδαίοις, Frieden stiften zwischen den Armeniern u. Chaldäern, Xen. Cyr. 3, 2, 12; εἰρήνην ποιεῖσϑαι, (für sich) Frieden machen, Aesch. 2, 77; εἰρήνης γενομένης, als Friede geworden, Plat. u. A.; auch πράττειν, κατεργάζεσϑαι, zu Stande bringen, Dem.; διαπράττεσϑαι, Xen. Hell. 2, 2, 13; εἰρήνην ἄγειν, Frieden halten, πρὸς ἀλλήλους Plat. Polit. 307 e; Rep. V, 465 b; τινί, Ar. Av. 386; εἰρήνην ἔχειν, Xen. An. 2, 6, 6; von σπονδαί unterschieden, Andoc. 3, 11; πολλὴ εἰρήνη, tiefer Frieden, Xen. Uebertr., Ruhe, τῶν τοιούτων ἐν γήρᾳ πολλὴ εἰρήνη γίγνεται καὶ ἐλευϑερία Plat. Rep. I, 329 c; ἐν εἰρήνῃ λέγειν, ruhig sagen, Conv. 189 b. – Personificirt, die Friedensgöttinn, Tochter des Zeus u. der Themis, Hes. Th. 902. S. nom. propr.
См. также в других словарях:
προσέπειρεν — πρός , ἐπί εἴρω fasten together in rows aor ind act 3rd sg (homeric ionic) πρός , ἐπί εἴρω fasten together in rows imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) πρόσ πείρω pierce aor ind act 3rd sg πρόσ πείρω pierce imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσενείρει — πρός , ἐν ἔρομαι ask pres ind mp 2nd sg (epic ionic) πρός , ἐν εἴρω 2 say pres ind mid 2nd sg (epic ionic) πρός , ἐν εἰρέω say pres imperat act 2nd sg (attic epic) πρός , ἐν εἰρέω say imperf ind act 3rd sg (attic epic) πρόσ ἐνείρω entwine aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσενείρεσθαι — πρός , ἐν ἔρομαι ask pres inf mp (epic ionic) πρός , ἐν εἴρω 2 say pres inf mid (epic ionic) πρόσ ἐνείρω entwine pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρμος — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… … Dictionary of Greek
ρήμα — Μέρος του λόγου που στην παραδοσιακή γραμματική δηλώνει ενέργεια, πάθος ή κατάσταση. Στις γλώσσες όπου υπάρχει (σύμφωνα με τη διάκριση που έκανε ο Αριστοτέλης) καθορίζεται ως μέρος του λόγου, που έρχεται σε αντίθεση προς το όνομα και έχει… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
είρωνας — ο και είρων, ο, η (AM εἴρων) αυτός που προσποιείται ότι πιστεύει κάτι με απώτερο σκοπό να τό ανασκευάσει, κοροϊδεύει με λεπτότητα νεοελλ. αυτός που μιλά ή γράφει με περιπαιχτική διάθεση, κοροϊδεύει τα ελαττώματα ή τις αδυναμίες τών άλλων αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
όαρ — ὄαρ, ὄαρος, ἡ (Α) 1. η γυναίκα ως σύντροφος, η σύζυγος («ἀνδράσι μαρνάμενος ὀάρων ἕνεκα σφετεροίων», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄαρας γάμους, οἱ δὲ γυναῑκας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. τής λέξης, απόψεις από τις… … Dictionary of Greek
εξείρω — ἐξείρω (Α) [είρω] 1. βγάζω κάποιον ή κάτι έξω 2. τραβώ προς τα έξω … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
ρήση — η / ῥῆσις, εως, ΝΑ, και αρκαδ. τ. Fρήσις και ιων. τ. γεν. ιος Α λόγος, ομιλία («μακρὰν ῥῆσιν οὐ στέργει πόλις», Αισχύλ.) νεοελλ. απόφθεγμα, ρητό («ρήσεις μεγάλων ανδρών») αρχ. 1. απόφαση, ψήφισμα 2. ομιλία, σε αντιδιαστολή προς την ανάγνωση 3.… … Dictionary of Greek