-
1 δεω
I(fut. δήσω, aor. ἔδησα, pf. δέδεκα - v. l. у Aeschin. δέδηκα)1) связывать(δεσμῷ τινα, χεῖρας ἱμᾶσιν, τινα χεῖρας τε πόδας τε Hom.)
2) привязывать(τινα πρός τινι Aesch., τινά τινι и πρός τι Soph.; ὑπὸ ποσσὴ δήσασθαι πέδιλα Hom.)
δησάμενοι ὅπλα ἀνὰ νῆα Hom. — оснастив корабль3) заключать в оковы, заковывать(τινα ἐν πέδαις и ἐς πέδας Her.; δεδεμένοι πρὸς ἀλλήλους Thuc.; δεθῆναι ἐν τῷ κύφωνι Arst.)
ἐν δημοσίῳ δεσμῷ δεθείς Plat. — заключенный в государственную тюрьму4) перен. сковывать(νόσῳ δεδεμένος Arst.; στόμα μου δέδεται Anth.)
λύπᾳ εὐναία δέδεται ψυχάν Eur. — душевной скорбью она прикована к постели;δ. τινα κελεύθου Hom. — закрыть кому-л. путьII(fut. δεήσω, aor. ἐδέησα, pf. δεδέηκα)1) тж. med. ощущать нужду, испытывать недостаток, не иметь(τινος Hom., Plat., Plut.)
τοῦ παντὸς δέω Aesch. — этого у меня совершенно нет (в мыслях);πάντως δεῖ τοιοῦτος εἶναι Plat. — он совсем не таков;πολλοῦ δέω Plat. — далеко мне (до этого);πολλοῦ δεῖς ἀγνοεῖν Plat. — ты отлично знаешь;οἱ μάλιστα βίου δεόμενοι Isocr. — наиболее нуждающиеся в средствах к жизни;ὑπὸ τοῦ δεῖσθαι ἢ ἄλλῃ τινὴ ἀνάγκῃ Xen. — вследствие нужды или в силу какой-л. другой необходимости;μικροῦ ἔδεον ἤδη ἐν χερσὴ εἶναι Xen. — дело уже почти дошло до рукопашного боя;πεσεῖν ὀλίγου δεήσας Plut. — чуть было не упавший;τοσοῦτον ἐδέησάν με τῆς παλαιᾶς ἀγνοίας ἀπαλλάξαι, ὥστε καὴ … Luc. — они не только не освободили меня от прежнего неведения, но даже …(досл. они настолько не …, что даже …);ἑνὸς δέοντα πεντήκοντα ἔτεα Her. — пятьдесят без одного, т.е. сорок девять лет;μικροῦ δέοντα τέτταρα τάλαντα Dem. — почти четыре таланта2) недоставать, нехвататьἑξήκοντα ἑνὸς δέοντος ἔτη Plut. 59 — лет;
преимущ. impers.:πολλοῦ δεῖ οὕτως ἔχειν Plat. — дело обстоит далеко не так;ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι (αὐτούς) Thuc. — (огонь) чуть было не уничтожил их;ἔδοξάν μοι ὀλίγου δ. τοῦ πλείστου ἐνδεεῖς εἶναι Plat. — мне показалось, что убожество их достигает, пожалуй, крайних пределов3) impers. δεῖ нужно, необходимо(δεῖ τινός τινι Her., Aesch., Thuc., Plat. etc., реже δεῖ τινός τινα Aesch., Eur., Xen.)
μακροῦ λόγου δεῖ ταῦτ΄ ἐπεξελθεῖν Aesch. — долго нужно говорить, чтобы рассказать это;ἔδεε καταπαῦσαι Δημάρητον τῆς βασιληΐης Her. — Демарату пришлось лишиться царской власти:4) med. просить(τινός τινος Her., Soph. и τινος ποιεῖν τι Her., Xen., Plat., редко τινα ποιεῖν τι Thuc.)
τοῦτο ὑμῶν δέομαι καὴ παρίεμαι Plat. — вот о чем я вас убедительно прошу;ὅπερ ἐδεόμεθά σου Plat. — то, о чем мы тебя просили;5) med. желать, хотеть(τινος Her.)
τοῦτο δέομαι παθεῖν Plat. — я хотел бы подвергнуть это испытанию -
2 ξυνδεω
1) связывать(τινα Hom., Her., Soph., Eur.; τοὺς πόδας καὴ τὰς χεῖρας Plat.)
σ. ἑαυτόν Xen. — запутываться (в сетях);οἱ συνδεδεμένοι NT. — узники2) перевязывать(δέλτον Eur.)
σ. οἰὸς ἀώτῳ Hom. — перевязывать (раненую руку) овечьей шерстью;συνδεῖσθαι πέπλους Eur. — подпоясываться;συνδεδεμένος τὸ σῶμα Arst. — с худым телом, поджарый3) соединять(τί τινι Plat., Arst., τι πρός τι Arst. и τι ἀπό τινος Luc.)
ξυνδεῖσθαι πρός τι Plat. — вступать в союз для какой-л. цели -
3 συνδεω
1) связывать(τινα Hom., Her., Soph., Eur.; τοὺς πόδας καὴ τὰς χεῖρας Plat.)
σ. ἑαυτόν Xen. — запутываться (в сетях);οἱ συνδεδεμένοι NT. — узники2) перевязывать(δέλτον Eur.)
σ. οἰὸς ἀώτῳ Hom. — перевязывать (раненую руку) овечьей шерстью;συνδεῖσθαι πέπλους Eur. — подпоясываться;συνδεδεμένος τὸ σῶμα Arst. — с худым телом, поджарый3) соединять(τί τινι Plat., Arst., τι πρός τι Arst. и τι ἀπό τινος Luc.)
ξυνδεῖσθαι πρός τι Plat. — вступать в союз для какой-л. цели -
4 αναδεω
поэт. тж. ἀνδέω1) тж. med. повязывать(τὰς κεφαλὰς μίτρῃσι Her.)
2) обвивать, украшать(κόμας δάφνᾳ Pind.; χρυσῷ στεφάνῳ Thuc.: λόγχην ταινίαις καὴ στεφανώμασι Plut.)
3) вплетать(ἄνθος ἐπὴ κροτάφοις Anth.)
4) увенчивать(τοὺς νικῶντας Arph.)
; перен. награждать(τροφῇ τε καὴ τοῖς ἄλλοις Plat.)
5) короновать(τινα Plut.)
6) med. подвязывать, завязывать себе(κρώβυλον τῶν τριχῶν Thuc.)
7) привязывать(τι πρός τι Plut.)
τὰς νεὰς ἀναδούμενοι εἷλκον Thuc. — они взяли на буксир и потащили суда;ἀναδεῖσθαί τι ἔκ τινος Plut. — ставить что-л. в связь с чем-л.8) перен. связывать (родством), соединятьἀναδῆσαι ἑαυτὸν ἔς τινα Her. — вести свою родословную от кого-л.
-
5 επιδεω
I(fut. ἐπιδήσω)1) привязывать, прикреплять(λόφον Arph. и med. ἐπὴ τὰ κράνεα λόφους Her.; ἐπιδούμενοι πρὸς ἀλλήλους Plut.)
2) перевязыватьII(fut. ἐπιδεήσω)1) тж. med. не иметь, быть лишенным(τινος Plut.)
τετρακόσιαι μυριάδες ἐπιδέουσαι ἑπτὰ χιλιάδων Her. — четыре миллиона без семи тысяч;ἐπιδεόμενος τριάκοντα ἡμερῶν Plat. — которому не хватает еще тридцати дней;ἐπιδεῖ τινος impers. Plat. — не хватает чего-л.2) med. нуждаться(τινος Her., Xen.)
οὗ ἂν μέ οἴηται ἐπιδεῖσθαι Plat. — в чем он, по его мнению, не нуждается -
6 δέομαι
δέομαι ρ. αμετβ.молиться, обращаться к Богу в молитве:Этим.< дргр. δέω / δεύω «нуждаться, просить, умолять» < инд. douso- «недостаток, нехватка»
См. также в других словарях:
προσπαρδεῖν — πρός , παρά δέω 1 bind pres inf act (attic epic doric) πρός , παρά δέω 2 lack pres inf act (attic epic doric) πρός , παρά δεῖ there is need pres part neut nom/voc/acc sg πρός , παρά δεῖ there is need pres inf act (attic epic doric) πρόσ πέρδομαι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… … Dictionary of Greek
προσδέω — (I) ΜΑ δένω κοντά ή δένω σε κάτι («κύνας προσδεδέσθαι νυκτερεύοντας», Αιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δέω «δένω»]. (II) Α 1. (ενεργ. και μέσ.) έχω ανάγκη κάποιου ακόμη (α. «λύπης τι προσδεῑς ἢ φιλεῑς οὕτω φάος;», Ευρ. β. «εἰπόντες δὲ ὅτι οὐδὲν… … Dictionary of Greek
δέσμη — Σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συγκρατούνται με περιτύλιγμα ή δεσμό· ορμαθός, πακέτο, χούφτα. (Μαθημ.) Οικογένεια καμπύλων στο επίπεδο ή επιφανειών στον χώρο, που συνδέονται γραμμικά με τις παραμέτρους. Για παράδειγμα, μια δ. γραμμών στο επίπεδο… … Dictionary of Greek
Ν, ν — (αρχαία ελληνικά νύ και νώ). Το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό  που παρίστανε τον φθόγγο nun (=ιχθύς). Σε όλα τα γνωστά αλφάβητα το σχήμα του ν βρισκόταν πάντα σε στενή σχέση με το σχήμα του μ. Στα… … Dictionary of Greek
δέομαι — (AM δέομαι) κάνω δέηση, ικετεύω, προσεύχομαι («δέεται σιωπηλά», «πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι», «καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεός») αρχ. μσν. έχω ανάγκη, χρειάζομαι κάτι («ἐδέοντο βοηθείας») αρχ. 1. επιθυμώ («μηδὲ δεῑσθαι τοῡ ἀπηγορευμένου» ούτε να… … Dictionary of Greek
δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… … Dictionary of Greek
δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να … Dictionary of Greek
καταδεής — (I) καταδεής, ές (AM) πενιχρός, φτωχικός («φειδωλὸς δ αὖτις καὶ πένης ἀνὴρ τὸν καταδεᾱ τάφον ἐπαινοίη», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που στερείται κάτι, ο ελλιπής («θωυμάσαι ἰδόντα τῶν χρημάτων καταδεᾱ τὰ ἀγγήϊα», Ηρόδ.) 2. φτωχός («ὑπέρ τῶν κεκτημένων… … Dictionary of Greek
κρήδεμνον — Κάλυμμα της κεφαλής των γυναικών στην αρχαία Ελλάδα, το οποίο η καθεμία έδενε ανάλογα με την προτίμησή της. Συνήθως οι γυναίκες στερέωναν τα μαλλιά τους με ταινίες, τα στόλιζαν μπροστά με τον άμβυκα, τον οποίο τοποθετούσαν επάνω από το μέτωπο σαν … Dictionary of Greek