-
1 προς-γυμνάζω
προς-γυμνάζω, dabei, daran üben; Plat. Legg. I, 647 c; τῷ πολέμῳ προςγεγυμνασμένος, Plut. Marcell. 27.
-
2 γυμνάζω
γυμνάζω (lakon. γυμνάδδομαι Ar. Lys. 82), perf. γεγυμνάκασι Aesch. Prom. 588; nackt ( γυμνός) Leibesübungen auf dem Turnplatz anstellen lassen; γυμναστὴς γυμνάζων Plat. Legg. IV, 720 e; med., sich üben; Thuc. 1, 6; ἐν ταῖς παλαίστραις Plat. Rep. V, 452 a, u. sonst; gew. übertr., üben, tüchtig, geschickt machen wozu, körperlich u. geistig, ἑαυτὸν καὶ τοὺς ἵππους Xen. An. 1, 2, 7; τὸ σῶμα, τὴν ψυχήν Isocr. 2, 11; τοὺς παῖδας ταῦτα ποιεῖν Xen. Cyr. 1, 6, 32; τινί, wodurch, z. B. ὁδοιπορίαις καὶ δρόμοις ibd. 1, 2, 10. Häufiger pass., Her. 7, 208; Thuc. 1, 6; πρός τι γεγυμνασμένος Plat. Polit. 266 d; πρὸς τοὺς φόβους Legg. I, 648 d; Arist. Polit. 6, 4; ἔν τινι Plat. Legg. I, 635 c; περίτι Xen. Hell. 6, 5, 23; γυμνάσασϑαι τὴν τέχνην Plat. Gorg. 514 e; τὸν πόλεμον γυμναστέον Legg. VIII, 829 b; γυμνασϑῆναι u. γυμνασάμενος entsprechen sich Parm. 136 ac; Sp. auch γεγυμνασμένος τινός. – Nach E. M. auch = γυμνόω.
-
3 γυμναζω
1) med. ( для гимнастических упражнений) обнажаться, раздеваться2) упражнять, развивать, тренировать(ἑαυτὸν καὴ τοὺς ἵππους Xen.; τὸ σῶμα καὴ τέν ψυχήν Isocr.)
3) med. упражняться(ἐν ταῖς παλαίστραις Plat.)
ναῦς γυμναζόμεναι Xen. — учебные маневры флота;γεγυμνάσθαι πρός τι Plat., Arst., ἔν τινι Plat., Arst., Plut., Diog.L., περι τι Xen., Arst. и τινί NT. — приучиться или быть приученным к чему-л.;γυμνάσασθαι τέν τέχνην Plat. — овладеть мастерством4) изнурять, мучить Eur.ἄδην με πλάναι γεγυμνάκασιν Aesch. — достаточно измучили меня скитания;
ὑπερμήκεις δρόμους γυμνάζεσθαι Aesch. — устать от бесконечных странствий -
4 γυμνάζω
A : [tense] pf. (lyr.):—[voice] Med., (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] aor. ἐγυμνάσθην [D.]61.43: [tense] pf. γεγύμνασμαι (v. infr.): ([etym.] γυμνός):—train naked, train in gymnastic exercise: generally, train, exercise, τὸ σῶμα, τὴν ψυχήν, Isoc.2.11;ἑαυτὸν καὶ τοὺς ἵππους X.An.1.2.7
;ἑαυτὸν πρός τι Arr.Epict.2.18.27
: c. inf., γ. τοὺς παῖδάς τι ποιεῖν train or accustom them to do a thing, X.Cyr.1.6.32; γ. τινά τινι accustom him to it, ib.1.2.10;τινὰ περί τι Isoc.10.5
; teach rhetoric, Phld.Rh.2.50S.:—[voice] Med., exercise for oneself, practise,γυμνάσασθαι τέχνην Pl.Grg. 514e
;τὰ περὶ τὰς διαίτας Str.14.2.19
;γυμνάσιον τὸ εἰωθός Ael.VH5.6
; practise gymnastic exercises, Thgn. 1335, Hdt.7.208, Th.1.6. etc.;δρόμῳ IG4.955.8
(ii A. D.), etc.; generally, practise,ναῦς -ομένας X.HG1.1.16
; of a disputer, Arist.Top. 108a13, etc.:—[voice] Pass., ὁ γεγυμνασμένος the trained or practised orator, opp. ὁ εὐφυής, Id.Rh. 1410b8; γεγυμνάσθαι πρός τι, ἔντινι, be trained or practised for or in a thing, Pl.Lg. 626b, 635c;περὶ τὰ ὅπλα γυμνάζεσθαι X.HG6.5.23
: c. acc.,τὰ πρὸς τὰς πολεμικὰς πράξεις γεγυμνασμένοι τὰς ἕξεις.. Arist.Pol. 1319a22
;θήραν Philostr.VA3.9
: c. gen., γεγ. θαλάττης, πολέμων, σοφίας, Id.Her.2.15,3.1,10.1;καρδία γεγ. πλεονεξίας τινί 2 Ep.Pet.2.14
; alsoὕδωρ ὑπὸ συνεχῶν πληγῶν γεγ. καὶ κεκαθαρμένον J.AJ3.1.2
.II metaph., wear out, harass,ἄδην με.. πλάναι γεγυμνάκασι A.Pr. 586
; ; κρυμὸς.. πλευρὰ γυμνάζει χολῆς, of pleurisy, E.Fr. 682:—[voice] Pass.,τοὺς ὑπερμήκεις δρόμους.. γυμνάζεται A.Pr. 592
.2 investigate, Sammelb. 5941.12 ([voice] Pass., vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνάζω
-
5 προςγυμνάζω
προς-γυμνάζω, dabei, daran üben -
6 συγγυμναζω
одновременно упражнять, совместно обучать(τέν φάλαγγα καὴ τοὺς μισθοφόρους Polyb.; ἑαυτὸν πρός τι Diog.L.)
συγγυμνάζεσθαι προκαλεῖσθαί τινα Plat. — приглашать кого-л. к совместным гимнастическим упражнениям;καταλήψεις συγγεγυμνασμέναι Sext. — совместно развитые, т.е. сопряженные представления
См. также в других словарях:
έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… … Dictionary of Greek
γυμνάσιο — Στην αρχαία Ελλάδα, γ. ονομαζόταν ο τόπος όπου νέοι και ενήλικοι επιδίδονταν γυμνοί σε φυσικές ασκήσεις. Από την Αναγέννηση έως σήμερα σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η νεότερη Ελλάδα, ονομάζεται το σχολείο μέσης εκπαίδευσης κυρίως… … Dictionary of Greek
κατασκευάζω — (AM κατασκευάζω Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, όω) 1. σχηματίζω, φτειάχνω κάτι από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, δημιουργώ κάτι (α. «κατασκευάζω γέφυρα» β. «κατασκευάζω ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», Δημοσθ.) 2. επινοώ με δόλιους σκοπούς,… … Dictionary of Greek