-
1 προς-αύλειος
προς-αύλειος, in der Nähe des Landgutes, τύχαι, Eur. Rhes. 273, was sich dort begeben.
-
2 αὔλειος
A of or belonging to the court, ἐπ' αὐλείῃσι θύρῃσι at the door of the court, i.e. the outer door, house-door, Od.11.239, cf. Pi.N.1.19, Hdt.6.69;αὔλειοι θύραι Sol.4.28
;ἐπὶ προθύροις.. οὐδοῦ ἐπ' αὐλείου Od.1.104
;ἐκτὸς αὐ. πυλῶν S. Ant.18
; : sg.,ἡ αὔλειος θύρα Lys.1.17
, Pl.Smp. 212c, Thphr.Char.28.3, Men.546;ἡ αὐλεία θύρα IG11(2).287
A 146 (Delos, iii B. C.), Thphr.Char.18.4; ἡ αὐλεία alone, Ar. Pax 982, Fr. 255, SIG2587.122;ἡ αὔλειος Plu.Pomp.46
, 2.516f, Luc.Tox.17;αἱ αὔλειοι Plb.5.76.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὔλειος
-
3 προςαύλειος
προς-αύλειος, in der Nähe des Landgutes; τύχαι, was sich dort begeben -
4 ἀράσσω
ἀράσσω, von jeder heftigen Bewegung eines Körpers gegen den andern, wodurch ein Ton od. Geräusch hervorgebracht wird; Hom. nur in composs., z. B. Od. 9, 498 σύν κεν ἄραξε, 5, 426 σὺν δ' ὀστέ' ἀράχϑη; Iliad. 16, 324 ἀπὸ δ' ὀστέον ἄραξεν; – ἀράσσεσκον ὁπλαῖς χϑόνα, die Stiere stampften die Erde, Pind. P. 4, 226; schlagen, Aesch. Prom. 58; στέρνα Pers. 1011; ὄψεις Soph. Ant. 52; ἀραχϑὲν ἕλκος 961, zw.; χειρὶ κρᾶτα Eur. Tr. 1235; πέτραις, mit Steinen werfen, I. T. 327, λίϑοις Dion. Hal. 1, 79; πρὸς τὸ ἤδαφος. zu Boden schmettern; πρὸς τὰς πέτρας ἀράσσεσϑαι Her. 6, 44; ϑύρας, an die Thür pochen, Anacr. 31, 8; πύλας Eur. I. T. 1308; πύλαν ἀραξεῖ Theocr. 2, 160; ἄῤῥαξε 2. 6; λύραν, die Lyra schlagen, spielen; μέλος, ein Lied spielen, Sp.; ὕμνον Nonn. D. 1, 15; ἦχον 10, 223; ἀρ. κακοῖς, ὀνείδεσι, mit Schmähungen werfen, Soph. Ai. 712 Phil. 374. – Pass., mit Geräusch an einander stoßen, ἡ αὔλειος ἠράσσετο. das Hofthor wurde aufgerissen, Luc. D. Mer. 15.
-
5 αρασσω
1) бить, ударять(θύρας Anacr., Eur. и θύραν Arph.; πύλαν Theocr.; βλέφαρα Soph.; ὁπλαῖς χθόνα Pind.)
ἀ. στέρνα Aesch. — бить себя в грудь;ἥ αὔλειος ἠράσσετο Luc. — раздался стук в ворота2) сбивать, сколачивать(σχεδίην γόμφοισιν Hom.; τριήρης σφύραις ἀρασσομένη Plut.)
3) разбивать4) наносить(ἕλκος ἀραχθέν Soph.)
См. также в других словарях:
αύλειος — αὔλειος και αὔλιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην αυλή («αὐλείῃσι θύρῃσι», «οὐδοῡ ἐπ αὐλείου», «ἐκτός αὐλείων πυλῶν») 2. το θηλ. ως ουσ. «αὔλειος και αὔλιος», «αὐλεία και αὐλία» η θύρα της αυλής, η αυλόπορτα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek