-
1 προς-απο-διδράσκω
προς-απο-διδράσκω (s. διδράσκω), noch dazu fortlaufen, D. Cass. 50, 33, aor.
-
2 προςαποδιδράσκω
См. также в других словарях:
δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek