-
1 προς-αντι-βάλλω
προς-αντι-βάλλω (s. βάλλω), damit vergleichen, Sp.
-
2 ἀντι-βάλλω
ἀντι-βάλλω (s. βάλλω), 1) entgegenwerfen, Thuc. 7, 25; Plut. Nic. 25; intrans., sich entgegenstellen, Ar. Equ. 774. – 2) entgegenhalten, vergleichen, Strab.; λόγους πρὸς ἀλλήλους, sich unterreden, Luc. Ev. 24, 17. – 3) zurückwerfen, βέλος Pol. 6, 22. – 4) Opp. Cyn. 3, 16 ἀντεβάλοντο μορφήν, statt einer früheren eine andere Gestalt annehmen (sich umwerfen). – Harpocr. erkl. ἀντιβληϑέντας aus Dinarch. durch ὑπαγορευϑέντας, vielleicht: dictirt.
-
3 ἀντι-παρα-βάλλω
ἀντι-παρα-βάλλω (s. βάλλω), dagegenhalten, vergleichen, Plat. Apol. 41 b; τι πρός τι Isocr. 5, 142; Arist. rhet. 1, 3; vgl. Plat. Hipp. min. 369 c; dafür beisteuern (?), Xen. Lac. 5, 3.
-
4 προςαντιβάλλω
См. также в других словарях:
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αντιάω — ἀντιάω κ. (ιων. κ. επ.) ἀντιόω (Α) [αντί] 1.πηγαίνω προς συνάντηση ή προς υποδοχή κάποιου, συναντώ κάποιον φιλικά ή εχθρικά 2. επιδιώκω να συναντήσω κάποιον 3. (για βέλη) βάλλω, χτυπώ 4. (για θεούς) έρχομαι για να δεχθώ ή δέχομαι θυσία 5.μετέχω… … Dictionary of Greek