-
1 προπολευμα
- ατος τό акт служенияπ. δάφνης (= πρόπολος δάφνη) Eur. — священная ветвь лавра
-
2 προπόλευμα
προπόλευμαinstrument of service: neut nom /voc /acc sg -
3 προπόλευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπόλευμα
-
4 προπόλευμα
προ-πόλευμα, τό, der geleistete Dienst; δάφνης, = die wahrsagende Kraft des Lorbeers -
5 νεη-θαλής
νεη-θαλής, ές, ion. statt νεοϑαλής, neu, frisch grünend, sprossend, προπόλευμα δάφνας, Eur. Ion 112.
См. также в других словарях:
προπόλευμα — instrument of service neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόλευμα — εύματος, τὸ, Α [προπολεύω] (ποιητ. τ.) 1. υπηρεσία 2. φρ. «προπόλευμα δάφνης» η ιερή χρήση ή η μαντευτική δύναμη τής δάφνης … Dictionary of Greek