-
1 προπομπία
A v. προπομπεία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπομπία
-
2 προπομπεία
προπομπ-εία, ἡ,A escorting in procession, conducting, IG22.2788.8, D.Chr.38.38; written [full] προπομπία, Hierocl.p.58A., Dam.Pr.81 codd.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπομπεία
См. также в других словарях:
προπομπία — ἡ, ΜΑ (δ. γρφ.) βλ. προπομπεία … Dictionary of Greek
προπομπεία — και προπομπία, ἡ, ΜΑ [προπομπεύω/προπομπός] το να προπορεύεται κανείς και να συνοδεύει μια πομπή αρχ. η πρώτη θέση σε πομπή … Dictionary of Greek