-
1 προπομπία
προ-πομπία, ἡ, erster Platz beim Aufzuge
См. также в других словарях:
προπομπία — ἡ, ΜΑ (δ. γρφ.) βλ. προπομπεία … Dictionary of Greek
προπομπεία — και προπομπία, ἡ, ΜΑ [προπομπεύω/προπομπός] το να προπορεύεται κανείς και να συνοδεύει μια πομπή αρχ. η πρώτη θέση σε πομπή … Dictionary of Greek