-
1 προπολεμέω
A make war for or in defence of,τῆς χώρας Isoc.14.33
;τῶν ἄλλων Plb.2.48.1
, etc.; with.. for..,D.H.
6.49; ὑπὲρ [τῆς πόλεως] Pl.R. 429b, cf. OGI56.12(Canopus, iii B.C.): abs., οἱ προπολεμοῦντες the guards or defenders of a country, Pl.R. 423a; τὸ προπολεμοῦν ib. 442b, 547d, Arist.Pol. 1279b3; τὸ προπολεμῆσον the body intended to act as guards, ib. 1291a7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπολεμέω
-
2 προπολεμητήριον
προπολεμ-ητήριον, τό,A bastion, outwork,π. εἶναι τῆς Ἰταλίας D.S.14.100
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπολεμητήριον
-
3 προπολέμιος
προπολέμ-ιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπολέμιος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский