-
1 προ-πειράω
προ-πειράω, gew. als dep. προπειράομαι, mit den beiden aor. προπειράσασϑαι u. προπειραϑῆναι, Luc. Hermot. 53 u. a. Sp.
1 προ-πειράω
προ-πειράω, gew. als dep. προπειράομαι, mit den beiden aor. προπειράσασϑαι u. προπειραϑῆναι, Luc. Hermot. 53 u. a. Sp.