Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προξενία

См. также в других словарях:

  • προξενία — προξενίᾱ , προξενία relation of fem nom/voc/acc dual προξενίᾱ , προξενία relation of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξενίᾳ — προξενίαι , προξενία relation of fem nom/voc pl προξενίᾱͅ , προξενία relation of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξενία — η, ΝΑ, και θεσσ. τ. προξεννία, Α [πρόξενος] η αντιπροσώπευση όσων ξένων βρίσκονταν εγκατεστημένοι σε μια κοινότητα τής αρχαίας Ελλάδας μέσω ντόπιων κατοίκων, τών προξένων αρχ. 1. το Δίκαιο τής φιλοξενίας, το να δέχεται κανείς τους ξένους με… …   Dictionary of Greek

  • προξενιά — η, Ν βλ. προξενειά …   Dictionary of Greek

  • προξενιά — η βλ. προξενιό, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προξενίας — προξενίᾱς , προξενία relation of fem acc pl προξενίᾱς , προξενία relation of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξενίαι — προξενία relation of fem nom/voc pl προξενίᾱͅ , προξενία relation of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξενίαν — προξενίᾱν , προξενία relation of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξενιῶν — προξενία relation of fem gen pl προξενίζω cause fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξενίαις — προξενία relation of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξενίαισι — προξενία relation of fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»