-
1 προνοητικος
31) предусмотрительный, осмотрительный(π. ἢ ἀνόητος Xen.; δύναμις Arst.)
2) заботливый, внимательный -
2 προνοητικός
η, ό[ν]1) предусмотрительный, дальновидный; 2) осмотрительный, благоразумный, осторожный -
3 προνοητικός
[проноитикос] επ предусмотрительный.
См. также в других словарях:
προνοητικός — provident masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητικός — ή, ό / προνοητικός, ή, όν, ΝΜΑ [προνοητής] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να προνοεί, να προβλέπει 2. συνετός, φρόνιμος, προσεκτικός (α. «για να μην αντιμετωπίζει κανείς πολλές δυσκολίες, πρέπει να είναι προνοητικός» β. «ἐνόμιζες εἶναι τῶν...… … Dictionary of Greek
προνοητικός — ή, ό αυτός που προνοεί, ο προβλεπτικός, που φροντίζει έγκαιρα: Χωρίς προνοητική διοίκηση δεν υπάρχει καλή οργάνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προνοητικά — προνοητικός provident neut nom/voc/acc pl προνοητικά̱ , προνοητικός provident fem nom/voc/acc dual προνοητικά̱ , προνοητικός provident fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητικώτερον — προνοητικός provident adverbial comp προνοητικός provident masc acc comp sg προνοητικός provident neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητικῶν — προνοητικός provident fem gen pl προνοητικός provident masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητικόν — προνοητικός provident masc acc sg προνοητικός provident neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητικώτατα — προνοητικός provident adverbial superl προνοητικός provident neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητικώτατον — προνοητικός provident masc acc superl sg προνοητικός provident neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητικαῖς — προνοητικός provident fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητικαί — προνοητικός provident fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)