-
1 προνοητικός
προ-νοητικός, ή, όν, zum Vorhersehen, zur Vorsorge gehörig, vorsichtig, bedachtsam, sorgsam -
2 ἀ-νὀητος
ἀ-νὀητος, 1) ungedacht, unverhofft, wunderbar, Η. h. Merc. 80; unbegreiflich, dem νοητός entggstzt, Plat. Phaed. 80 b. – 2) akt., nicht denkend, Plat. Parm. 182 c; nicht einsehend, unverständig, Soph. Ai. 162; oft in Prosa, meist von Menschen, bes. Kindern, vgl. Plat. Gorg. 464 d ἐν ἀνδράσιν οὕτως ἀνοήτοις ὥσπερ οἱ παῖδες; unbesonnen, dem προνοητικός entggstzt, Xen. Mem. 1, 3, 9; δόξαι Plat. Phil. 12 d; πρᾶγμα Gorg. 512 d; ἔγκλημα Xen. Oec. 11, 3; übh. = ἄλογα, Arist. Nic. Eth. 10, 2, 4. Auch im Ggstz von σώφρων, der seine Lüfte nicht beherrscht, so τὰ ἀνόητα, = ἀφροδίσια, Ar. Nubb. 416. – Superl., ἀνοητότατος καὶ ἀφρονέστατος Plat. Conv. 181 b. – Adv. ἀνοήτως, unverständig, ἀνοητότερον διατεϑεὶς πρός τινα Lys. 3, 4.
См. также в других словарях:
προνοητικός — provident masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητικός — ή, ό / προνοητικός, ή, όν, ΝΜΑ [προνοητής] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να προνοεί, να προβλέπει 2. συνετός, φρόνιμος, προσεκτικός (α. «για να μην αντιμετωπίζει κανείς πολλές δυσκολίες, πρέπει να είναι προνοητικός» β. «ἐνόμιζες εἶναι τῶν...… … Dictionary of Greek
προνοητικός — ή, ό αυτός που προνοεί, ο προβλεπτικός, που φροντίζει έγκαιρα: Χωρίς προνοητική διοίκηση δεν υπάρχει καλή οργάνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προνοητικά — προνοητικός provident neut nom/voc/acc pl προνοητικά̱ , προνοητικός provident fem nom/voc/acc dual προνοητικά̱ , προνοητικός provident fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητικώτερον — προνοητικός provident adverbial comp προνοητικός provident masc acc comp sg προνοητικός provident neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητικῶν — προνοητικός provident fem gen pl προνοητικός provident masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητικόν — προνοητικός provident masc acc sg προνοητικός provident neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητικώτατα — προνοητικός provident adverbial superl προνοητικός provident neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητικώτατον — προνοητικός provident masc acc superl sg προνοητικός provident neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητικαῖς — προνοητικός provident fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητικαί — προνοητικός provident fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)