Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προμᾱθίς

См. также в других словарях:

  • προμαθίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμαθίδα — προμαθίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμαθίδας — προμαθίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκοινόμητις — εὐκοινόμητις, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που σκέφτεται, που φροντίζει για το κοινό καλό ή που σκέφτεται από κοινού («προμαθὶς εὐκοινόμητις ἀρχά», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοινός + μήτις «σκέψη, στοχασμός»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»