-
1 προμαθίς
προμαθίςfem nom sg -
2 προμαθίδα
προμαθίςfem acc sg -
3 προμαθίδας
προμαθίςfem acc pl -
4 Προμηθεύς
A Prometheus, opp. Ἐπιμηθεύς ( Forethought and Afterthought), Hes. Th. 510, cf. A.Pr.85, Pl.Prt. 320d, PHib.1.27.85 (iii B.C.), etc.; Προμαθέος Αἰδὼς [θυγάτηρ] Pi.O.7.44; = Summanus, Gloss.: pl. Προμηθεῖς, οἱ, of workers in clay, Luc.Prom.Es2.II as Appellat.,αὐτὸν γάρ σε δεῖ προμηθέως A.Pr.86
: as Adj., προμᾱθεὺς ἀρχά provident rule (prob. προμᾱθίς), Id.Supp. 700 (lyr.).III Pythag. name for unity, Theol.Ar.5: for nine, ib.57.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Προμηθεύς
См. также в других словарях:
προμαθίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμαθίδα — προμαθίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμαθίδας — προμαθίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκοινόμητις — εὐκοινόμητις, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που σκέφτεται, που φροντίζει για το κοινό καλό ή που σκέφτεται από κοινού («προμαθὶς εὐκοινόμητις ἀρχά», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοινός + μήτις «σκέψη, στοχασμός»] … Dictionary of Greek