-
1 ἐπι-μήθεια
ἐπι-μήθεια, ἡ, Ueberlegung nach der That, Ggstz προμήϑεια.
-
2 ἐπιμήθεια
ἐπι-μήθεια, ἡ, Überlegung nach der Tat
См. также в других словарях:
μεταμήθεια — μεταμήθεια, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μετάνοια». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + * μήθεια (< * μηθής < *μῆθος, τ. που σχετίζεται πιθ. με το μανθάνω και απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. προμηθής), πρβλ. επι μήθεια] … Dictionary of Greek