-
1 προμαντηιη
ἡ ион. = προμαντεία См. προμαντεια -
2 προμαντεια
ион. προμαντηΐη ἥ право первым вопрошать (Дельфийский оракул) Her., Dem., Plut.
См. также в других словарях:
προμαντηΐη — ἡ, Α ιων. τ. βλ. προμαντεία … Dictionary of Greek
προμαντεία — και ιων. τ. προμαντηΐη και δελφ. τ. προμαντηΐα, ἡ, Α [προμαντεύω] το δικαίωμα τού να ρωτά κανείς το μαντείο πρώτος («Δελφοὶ ἀπέδωκαν Ναξίοις τὰν προμαντηΐαν», επιγρ.) … Dictionary of Greek
προμαντηίην — προμαντεία fem acc sg (epic ionic) προμαντηία right of consulting an oracle fem acc sg (epic ionic) προμαντηίη fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)