-
1 предсказать
предсказать, предсказывать προλέγω, προφητεύω, προμαντεύω* * *= предсказыватьπρολέγω, προφητεύω, προμαντεύω -
2 предугадать
ρ.σ.μ.προμαντεύω• προβλέπω•предугадать развитие событий προμαντεύω την εξέλιξη των γεγονότων.
-
3 предвидеть
предвид||етьнесов προβλέπω, προμαντεύω. -
4 предсказать
предсказатьсов, предсказывать несов προλέγω, προμαντεύω:\предсказать судьбу́ προλέγω τήν μοϊρα. -
5 предугадать
предугадатьсов, предугадывать несов προμαντεύω / προβλέπω (предвидеть). -
6 антиципировать
-рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.προλαβαίνω, προκάνω• προνοώ, προμαντεύω. -
7 загадать
ρ.σ.1. βάζω αίνιγμα.2. μτφ. σκέφτομαι., βάζω στο νου ή με το νού•-ите какое-либо число βάλτε με το νού σας έναν οποιονδήποτε αριθμό.
3. προεικάζω, προμαντεύω. -
8 напророчить
ρ.σ.μ.1. βλ. пророчить.2. προβλέπω, προμαντεύω•он точно -ил снег αυτός με ακρίβεια πρόβλεψε χιόνι.
-
9 предузнать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предузнанный, βρ: -нан, -а, -оπρογιγνώσκω, προγινώσκω προμαντεύω• προβλέπω. -
10 предупредить
-ежу, -едишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предупрежденный, βρ: -ден, -дена, -дено ρ.σ.μ.1. προειδοποιώ•он вас -ил αυτός σας προειδοποίησε.
2. προλαβαίνω, αποτρέπω, αποσοβώ•предупредить болезнь προλαβαίνω την ασθένεια•
преступление αποτρέπω έγκλημα.
3. ξεπερνώ,υπερβάλλω. || προμαντεύω, προνοώ. -
11 пророчить
-чу, -чшпьρ.δ.μ. προφητεύω, προλέγω• προμαντεύω. -
12 чувствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.μ.1. αισθάνομαι• νιώθω• καταλαβαίνω•чувствовать холод αι-αθάνομαι κρύο•
чувствовать голод αισθάνομαι πείνα•
г страх αισθάνομαι φόβο•
чувствовать усталости αισθάνομαι κούραση.
|| συναισθάνομαι, έχω συναίσθηση•чувствовать ответственность за что-л. έχω συναίσθηση της ευθύνης για κάτι.
2. αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω• διαισθάνομαι. || συναισθάνομαι, παραδέχομαι, αναγνωρίζω•-свою вину αισθάνομαι το σφάλμα μου (την ενοχή μου).
|| προαισθάνομαι, προμαντεύω, προγιγνώσκω.3. καταλαβαίνω, έχω συνείδηση, συναίσθηση, επίγνωση•чувствовать свои недостатки γνωρίζω τις αδυναμίες μου.
4. (για υγεία) αισθάνομαι•сегодня я чувствую хорошо σήμερα αισθάνομαι καλά•
дедушка сейчас -ствует плохо ο παππούς τώρα αισθάνεται άσχημα.
εκφρ.чувствовать себя – αισθάνομαι τον εαυτό μου•как себя -вуй-те? – (για υγεία) πως αισθάνεστε τον εαυτό σας;•давать чувствовать кому – δίνω (σε κάποιον) να καταλάβει (κάνω υπαινιγμό)•давать себя чувствовать – δίνω (κάνω) να με αισθανθεί, να με νιώσει(ενεργώντας, δρώντας πιο έντονα)•ног ή земли под собой не чувствовать – βλ. ίδια έκφραση στη λέξη•слышать.αισθάνομαι, γίνομαι αισθητός• φαίνομαι• διαφαίνομαι•в вопросах ре-бнка -ется любознательность στις ερωτήσεις του μικρού παιδιού φαίνεται η φιλομάθεια.
См. также в других словарях:
προμαντεύω — ΝΜΑ 1. μαντεύω τα μέλλοντα να συμβούν, προφητεύω νεοελλ. προαισθάνομαι αρχ. μέσ. προμαντεύομαι α) προμαντεύω β) προβλέπω («εὐθὺς οἱ ἄνθρωποι τὸν ὄλεθρον τῷ Δρούσῳ ἐξ αὐτοῡ τούτου προεμαντεύσαντο», Ευρ.) γ) συμβουλεύομαι το μαντείο προηγουμένως … Dictionary of Greek
προμαντεύω — προμάντεψα 1. προλέγω, προφητεύω για όσα πρόκειται να συμβούν. 2. προαισθάνομαι: Προμάντευε η ψυχή του το κακό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκαταμαντεύομαι — Α προμαντεύω, προφητεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταμαντεύομαι «προλέγω, προμαντεύω»] … Dictionary of Greek
προοττεύομαι — Μ προορώ, προμαντεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὀττεύομαι «προαισθάνομαι, προμαντεύω»] … Dictionary of Greek
απρομάντευτος — η, ο αυτός που δεν προμαντεύθηκε ή δεν μπορεί κανείς να προμαντεύσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + προμαντεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
εποιωνίζομαι — ἐποιωνίζομαι (Α) προμηνύω, προμαντεύω … Dictionary of Greek
καταμαντεύομαι — (Α) 1. προλέγω εναντίον κάποιου ή για κάποιον κάτι 2. προιωνίζομαι, προμαντεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μαντεύομαι «προλέγω»] … Dictionary of Greek
κατοιωνίζομαι — (Α) εκλαμβάνω κάτι ως οιωνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰωνίζομαι «προμαντεύω κάτι παρατηρώντας τους οιωνούς»] … Dictionary of Greek
μαντεύω — (AM μαντεύω, Α και μαντεύομαι, Μ και μαντεύγω) [μάντης] 1. προλέγω τα μέλλοντα ή αποκαλύπτω τα άγνωστα, χρησμοδοτώ, προφητεύω (α. «τί μοι θάνατον μαντεύεται», Ομ. Ιλ. β. «φήμην ἀγαθὴν μαντεύομαι», Πλάτ.) 2. εικάζω, πιθανολογώ, προμαντεύω,… … Dictionary of Greek
μετοιωνίζομαι — (Α) μεταβάλλω οιωνό και τόν καθιστώ ευνοϊκό ή παρέχω πιο αίσιους οιωνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + οἰωνίζομαι «προμαντεύω κάτι παρατηρώντας τους οιωνούς»] … Dictionary of Greek
οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον … Dictionary of Greek