-
1 prédire
προλέγω -
2 предсказать
ρ.σ. προλέγω, προεικάζω, προγιγνώσκω•предсказать будущее προλέγω το μέλλον•
судьбу προλέγω την τύχη: -погоду προλέγω τον καιρό•
-
3 предсказать
предсказать, предсказывать προλέγω, προφητεύω, προμαντεύω* * *= предсказыватьπρολέγω, προφητεύω, προμαντεύω -
4 предсказать
предсказатьсов, предсказывать несов προλέγω, προμαντεύω:\предсказать судьбу́ προλέγω τήν μοϊρα. -
5 проречь
-реку, -речёшь, -рекут, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прореченный, βρ: -чен, -чена, -оρ.σ.μ. παλ. προλέγω•проречь будущее προλέγω το μέλλον.
-
6 предсказывать
προβλέπω, προλέγω, προ μαντεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предсказывать
-
7 вещать
веща||тьнесов1. (прорицать) προφητεύω, χρησμοδοτώ, προλέγω·2. радио ἐκπέμπω, μεταδίδω ἀπό τό ραδιοσταθμό. -
8 гадать
гадатьнесов1. μαντεύω, προλέγω τήν τύχη/ ρίχνω χαρτιά (тк. на картах)·2. (предполагать) είκάζω, ὑποδεμάτι:\гадать дров ἕνα φορτίο ξύλα, τό ζαλίκι, ἡ ζαλίγκα. -
9 накаркать
накаркатьсов (напророчить беду) разг κακομελετώ, προλεγω τό κακό. -
10 предрекать
предрекатьнесов, предречь сов книжн. προλέγω» προαγγέλλω. -
11 прорицать
прорица||тьнесов προφητεύω, προλέγω, μαντεύω. -
12 пророчить
пророч||итьнесов προλέγω. -
13 foretell
[fo:'tel]past tense, past participle - foretold; verb(to tell (about something) before it has happened: to foretell the future from the stars.) προλέγω -
14 predict
[pri'dikt](to say in advance; to foretell: He predicted a change in the weather.) προλέγω,προβλέπω- prediction -
15 пророчить
[πραρότσιτ'] ρ. προλέγω -
16 пророчить
[πραρότσιτ'] ρ προλέγω -
17 вещать
ρ.δ.μ. κ. αμ. παλ.1. προφητεύω, προλέγω, προαναγγέλλω.2. λέγω με στόμφο, με πομπώδες υφός, φθέγγομαι. -
18 волховать
-хвую, -хвуешьρ.δ.προφητεύω, μαντεύω, προλέγω. -
19 ворожить
-жу, -жишьρ.δ.μαντεύω, προλέγω• μαγεύω, μαγγανεύω.εκφρ.(бабушка -ит – (με δοτ.) α) τον πάει η τύχη. β) έχει μπάρμπα στην κορώνα (προστάτη). -
20 гадать
ρ.δ. μαντεύω, προλέγω, προγιγνώσκω, εικάζω, προεικάζω. || περιμένω, ελπίζω•никто не думал и не -ал κανένας δεν το σκέφτηκε και δεν το περίμενε.
εκφρ.гадать на бобах – ρίχνω τα κουκιά (μαντεύω)•гадать на кофейной гуше – μαντεύω από το φλιτζάνι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προλέγω — 1 pick out pres subj act 1st sg προλέγω 1 pick out pres ind act 1st sg προλέγω 2 pick out pres subj act 1st sg προλέγω 2 pick out pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλέγω — προλέγω, προείπα βλ. πίν. 94 Σημειώσεις: προλέγω : από την παθητική φωνή έχει επιβιώσει μόνο η μτχ. ενεστώτα ως ουσιαστικό (τα προλεγόμενα, με την έννοια του εκτενούς προλόγου) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προλέγω — ΝΜΑ, ενεργ. αόρ. προείπα και προεῑπα ΝΑ, ενεργ αόρ. β προεῑπον Α 1. λέω κάτι προηγουμένως, προαναφέρω (α. «όπως προείπα...» β. «μέμνησθ ἁγὼ προλέγω», Αισχύλ.) 2. λέω κάτι εκ τών προτέρων («μην προλέγεις όταν δεν γνωρίζεις») 3. προφητεύω,… … Dictionary of Greek
προλέγω — προείπα 1. λέγω κάτι από πριν. 2. προμαντεύω, προφητεύω: Το μέντιουμ ισχυρίζεται ότι προλέγει το μέλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προλέγετε — προλέγω 1 pick out pres imperat act 2nd pl προλέγω 1 pick out pres ind act 2nd pl προλέγω 1 pick out imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) προλέγω 2 pick out pres imperat act 2nd pl προλέγω 2 pick out pres ind act 2nd pl προλέγω 2 pick out imperf … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλέγῃ — προλέγω 1 pick out pres subj mp 2nd sg προλέγω 1 pick out pres ind mp 2nd sg προλέγω 1 pick out pres subj act 3rd sg προλέγω 2 pick out pres subj mp 2nd sg προλέγω 2 pick out pres ind mp 2nd sg προλέγω 2 pick out pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλέξω — προλέγω 1 pick out aor subj act 1st sg προλέγω 1 pick out fut ind act 1st sg προλέγω 1 pick out aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) προλέγω 2 pick out aor subj act 1st sg προλέγω 2 pick out fut ind act 1st sg προλέγω 2 pick out aor ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλεγομένων — προλέγω 1 pick out pres part mp fem gen pl προλέγω 1 pick out pres part mp masc/neut gen pl προλέγω 2 pick out pres part mp fem gen pl προλέγω 2 pick out pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλεγόμενον — προλέγω 1 pick out pres part mp masc acc sg προλέγω 1 pick out pres part mp neut nom/voc/acc sg προλέγω 2 pick out pres part mp masc acc sg προλέγω 2 pick out pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλεγόντων — προλέγω 1 pick out pres part act masc/neut gen pl προλέγω 1 pick out pres imperat act 3rd pl προλέγω 2 pick out pres part act masc/neut gen pl προλέγω 2 pick out pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλέγει — προλέγω 1 pick out pres ind mp 2nd sg προλέγω 1 pick out pres ind act 3rd sg προλέγω 2 pick out pres ind mp 2nd sg προλέγω 2 pick out pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)