Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προμήτωρ

См. также в других словарях:

  • προμήτωρ — first mother fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμήτωρ — ορος, ἡ, ΝΜΑ, και δωρ. τ. προμάτωρ Α 1. η πρώτη μητέρα μιας γενιάς (α. «η κοινή προμήτωρ τού ανθρώπινου γένους, η Εύα» β. «Κύπρις ἅτ εἶ γένους προμάτωρ», Αισχύλ.) νεοελλ. η προγιαγιά αρχ. 1. (ως αρσ.) ὁ προμήτωρ (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐκ μητρὸς… …   Dictionary of Greek

  • προμήτορα — προμήτωρ first mother fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμήτορι — προμήτωρ first mother fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμήτορος — προμήτωρ first mother fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτομήτωρ — αὐτομήτωρ ( ορος), η (Α) ίδια η μητέρα, απαράλλαχτα όμοια με τη μητέρα της. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + μήτωρ < μήτηρ (πρβλ. αμήτωρ, πατρομήτωρ, προμήτωρ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… …   Dictionary of Greek

  • προγεννήτωρ — και προγενέτωρ, ορος, ὁ, θηλ. προγεννήτειρα, Α 1. ο προπάτωρ, ο πρώτος πατέρας γένους, ο γενάρχης 2. το θηλ. η πρώτη μητέρα γενιάς, προμήτωρ 3. στον πληθ. οἱ προγεννήτορες οι πρόγονοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προγεννῶ/προγίγνομαι + επίθημα τωρ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • προμάτωρ — ορος, ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. προμήτωρ …   Dictionary of Greek

  • Λουκρήτιος — (Titus Lucretius Carus, Καμπανία 99; – 55 π.Χ.). Λατίνος ποιητής, συγγραφέας του εξάτομου ποιήματος Περί της φύσης των πραγμάτων (De rerum naturae). Σύμφωνα με μία πληροφορία που παραδίδει ο άγιος Ιερώνυμος, ο Λ. παραφρόνησε εξαιτίας ενός… …   Dictionary of Greek

  • ՆԱԽԱՄԱՅՐ — (մօր, մարց.) NBH 2 0391 Chronological Sequence: Unknown date, 11c, 12c գ. προμήτωρ, προμάμμη prima mater, proavia, abavia. Նախնի մայր հասարակաց. եւայ. *Որ զնախամօրն զյանցանս: Որ զնախամօրն անիծից. Շար.: *Նախամայր նորին եւայ. Լմբ. առակ.: Եւ Կանայք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»