Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προθυμῆται

См. также в других словарях:

  • προθυμῆται — προθυμέομαι Ages.. pres subj mp 3rd sg προθυμέομαι Ages.. pres ind mp 3rd sg (doric aeolic) προθῡμῆται , προθυμέομαι Ages.. pres subj mp 3rd sg προθῡμῆται , προθυμέομαι Ages.. pres ind mp 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθυμούμαι — έομαι, ΜΑ [πρόθυμος] είμαι πρόθυμος, έτοιμος να κάνω κάτι που πρέπει ή που μού ζητήθηκε («ἐὰν τις ἐν τῇ πόλει προθυμῆται χρηστός εἶναι», Λυσ.) μσν. ενθαρρύνω αρχ. 1. ενεργώ με ζήλο υπέρ κάποιου 2. είμαι εύθυμος, είμαι σε καλή διάθεση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»