-
1 αναπτεροω
1) (вновь) оперять, окрылять2) потрясать, волновать(τινα λόγοις Arph.)
ἀνεπτερωμένων τῶν Λακεδαιμονίων Xen. — поскольку лакедемоняне были взволнованы (этим сообщением)3) возбуждать, тж. подбодрять(πᾶν τὸ σῶμα Arph.; ἀναπτερωθῆναι πρὸς τέν ἐλπίδα Plut.)
4) поднимать, ставить дыбом5) обольщать, соблазнять(τέν γυναῖκα Her.)
См. также в других словарях:
προθυμῆται — προθυμέομαι Ages.. pres subj mp 3rd sg προθυμέομαι Ages.. pres ind mp 3rd sg (doric aeolic) προθῡμῆται , προθυμέομαι Ages.. pres subj mp 3rd sg προθῡμῆται , προθυμέομαι Ages.. pres ind mp 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθυμούμαι — έομαι, ΜΑ [πρόθυμος] είμαι πρόθυμος, έτοιμος να κάνω κάτι που πρέπει ή που μού ζητήθηκε («ἐὰν τις ἐν τῇ πόλει προθυμῆται χρηστός εἶναι», Λυσ.) μσν. ενθαρρύνω αρχ. 1. ενεργώ με ζήλο υπέρ κάποιου 2. είμαι εύθυμος, είμαι σε καλή διάθεση … Dictionary of Greek