-
1 προθυμούμενος
προθυμέομαιAges..pres part mp masc nom sg (attic epic doric)προθῡμούμενος, προθυμέομαιAges..pres part mp masc nom sg (attic epic doric) -
2 ἀκταίνω
Grammatical information: v.Meaning: `keep erect' ( στάσιν, μένος) (A.); ἀκταίνειν μετεωρίζειν H.; ὑποακταίνοντο ἔτρεμον H. as v. l. in ψ 3 for ὑπερικταίνοντο ( πόδες). Also ἀπακταίνων ὁ κινεῖσθαι μη δυνάμενος H.Other forms: aor. ἀκταινῶσαι (Anakr. s. Immisch Phil. Woch. 48, 908). Unclear ἀκταίζων ἀκτᾳζων, προθυμούμενος, η ὁρμῆς πληρῶν, η μετεωρὶζων H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The only suggestion is that it is derived from ἄγω through *ἀκτάω or *ἄκτω (cf. Schwyzer 705f., Mélanges Pedersen 70), doubted by DELG. Cf. Bechtel Lex. For - αίνω cf. κρυσταίνω.Page in Frisk: 1,60Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀκταίνω
См. также в других словарях:
προθυμούμενος — προθυμέομαι Ages.. pres part mp masc nom sg (attic epic doric) προθῡμούμενος , προθυμέομαι Ages.. pres part mp masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαλλάσσω — ἐξαλλάσσω AM, Α και αττ. τ. ἐξαλλάττω [αλλάσσω] αλλάζω κάτι εντελώς («ἀλλ ὡς ἡδὺ παρεμφερὲς ἐξηλλαγμένον χρόαις», Διγ. Ακρ.) αρχ. 1. εξελίσσομαι, διαφοροποιούμαι («γένος ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον», Θεόφρ.) 2. εγκαταλείπω, φεύγω («ἐξαλλάξας… … Dictionary of Greek