-
1 προθρωσκω
(только part. aor. 2) выскакивать вперед, aor. прянутьπροθορὼν πέσεν ὕπτιος Hom. — сделав прыжок, он упал навзничь
-
2 προθρῴσκω
A spring forth or forward, Hom. only in Il. and always in [tense] aor. part. προθορών, 17.522; μέγα προθορών springing far forward, 14.363;οὐρανόθεν προθοροῦσα A.R.4.641
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προθρῴσκω
-
3 προθρώσκω
προ - θρώσκω, aor. part. προθορών: spring forward. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προθρώσκω
-
4 προθρώσκω
προ-θρώσκω, vorspringen, hervorspringen; μέγα πρ., weit vorspringend -
5 προθορων
-
6 προθορών
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προθορών
См. также в других словарях:
προθρώσκω — Α πηδώ προς τα εμπρός, εφορμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θρῴσκω «πηδώ, εφορμώ»] … Dictionary of Greek
θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… … Dictionary of Greek