-
1 προθρωσκω
(только part. aor. 2) выскакивать вперед, aor. прянутьπροθορὼν πέσεν ὕπτιος Hom. — сделав прыжок, он упал навзничь
-
2 προθορων
См. также в других словарях:
προθρώσκω — Α πηδώ προς τα εμπρός, εφορμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θρῴσκω «πηδώ, εφορμώ»] … Dictionary of Greek
θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… … Dictionary of Greek