-
1 προεπιγιγνωσκω
заранее узнаватьἵνα ἐννοήσωμεν τὸ αἴτιον, δεῖ προεπιγνῶναι τὸ ἀποτέλεσμα Sext. — чтобы представить себе причину, нужно раньше познать следствие
-
2 προεπιγιγνώσκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεπιγιγνώσκω
-
3 προεπιγιγνώσκω
См. также в других словарях:
προεπιγιγνώσκω — Α [ἐπιγιγνώσκω] γνωρίζω κάτι εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… … Dictionary of Greek