-
1 προεξερχομαι
(aor. 2 προεξῆλθον) выходить ранее или впередτῷ πεζῷ προεξελθόντες Thuc. — выступив вперед с пехотой;
προεξεληλυθὼς ἔτυχεν εἰς Σαρδόνα Polyb. — (Гай Атилий) уже раньше отбыл в Сардинию -
2 προεξέρχομαι
A go out before,τῷ πεζῷ Th.7.74
;εἰς Σαρδόνα Plb.2.23.6
;τῆς πόλεως D.H.1.46
;π. τοῦ βίου πρὶν.. J.AJ2.7.2
(so abs.- ελθών
previously deceased,Supp.Epigr.
6.236 ([place name] Phrygia));φῶς φωτὸς π. Ph. 1.603
: abs., anticipate arrest by flight, SIG 283.11 (Edict. Alex. Magni).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεξέρχομαι
-
3 προεξέρχομαι
προ-εξ-έρχομαι, vorher herauskommen, ausrücken -
4 προεξέλθη
προεξέλθῃ, προεξέρχομαιgo out before: aor subj mid 2nd sgπροεξέλθῃ, προεξέρχομαιgo out before: aor subj act 3rd sgπροεξέλθῃ, προεξέρχομαιgo out before: aor subj act 3rd sg -
5 προεξέλθῃ
προεξέλθῃ, προεξέρχομαιgo out before: aor subj mid 2nd sgπροεξέλθῃ, προεξέρχομαιgo out before: aor subj act 3rd sgπροεξέλθῃ, προεξέρχομαιgo out before: aor subj act 3rd sg -
6 προεξήλθε
προεξῆλθε, προεξέρχομαιgo out before: aor ind act 3rd sgπροεξῆλθε, προεξέρχομαιgo out before: aor ind act 3rd sg -
7 προεξῆλθε
προεξῆλθε, προεξέρχομαιgo out before: aor ind act 3rd sgπροεξῆλθε, προεξέρχομαιgo out before: aor ind act 3rd sg -
8 προεξήλθεν
προεξῆλθεν, προεξέρχομαιgo out before: aor ind act 3rd sgπροεξῆλθεν, προεξέρχομαιgo out before: aor ind act 3rd sg -
9 προεξῆλθεν
προεξῆλθεν, προεξέρχομαιgo out before: aor ind act 3rd sgπροεξῆλθεν, προεξέρχομαιgo out before: aor ind act 3rd sg -
10 προεξήλθον
προεξῆλθον, προεξέρχομαιgo out before: aor ind act 3rd plπροεξῆλθον, προεξέρχομαιgo out before: aor ind act 1st sg -
11 προεξῆλθον
προεξῆλθον, προεξέρχομαιgo out before: aor ind act 3rd plπροεξῆλθον, προεξέρχομαιgo out before: aor ind act 1st sg -
12 προεξεληλυθότα
προεξεληλυθότα, προεξέρχομαιgo out before: perf part act neut nom /voc /acc plπροεξεληλυθότα, προεξέρχομαιgo out before: perf part act masc acc sg -
13 προεξελθόντα
προεξελθόντα, προεξέρχομαιgo out before: aor part act neut nom /voc /acc plπροεξελθόντα, προεξέρχομαιgo out before: aor part act masc acc sg -
14 προεξερχομένων
προεξερχομένων, προεξέρχομαιgo out before: pres part mp fem gen plπροεξερχομένων, προεξέρχομαιgo out before: pres part mp masc /neut gen pl -
15 προεξερχόμενον
προεξερχόμενον, προεξέρχομαιgo out before: pres part mp masc acc sgπροεξερχόμενον, προεξέρχομαιgo out before: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
16 προεξελεύσεται
προεξελεύσεται, προεξέρχομαιgo out before: fut ind mid 3rd sg -
17 προεξεληλυθόσιν
προεξεληλυθόσιν, προεξέρχομαιgo out before: perf part act masc /neut dat pl -
18 προεξεληλυθότας
προεξεληλυθότας, προεξέρχομαιgo out before: perf part act masc acc pl -
19 προεξεληλυθότες
προεξεληλυθότες, προεξέρχομαιgo out before: perf part act masc nom /voc pl -
20 προεξεληλυθότων
προεξεληλυθότων, προεξέρχομαιgo out before: perf part act masc /neut gen pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προεξέρχομαι — Α 1. (για στρατιωτικό τμήμα) εξέρχομαι πριν από τον αντίπαλο 2. προλαβαίνω να φύγω, να σωθώ φεύγοντας 3. πεθαίνω πριν από ένα γεγονός … Dictionary of Greek
προεξέλθῃ — προεξέρχομαι go out before aor subj mid 2nd sg προεξέλθῃ , προεξέρχομαι go out before aor subj act 3rd sg προεξέλθῃ , προεξέρχομαι go out before aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξεληλυθότα — προεξέρχομαι go out before perf part act neut nom/voc/acc pl προεξεληλυθότα , προεξέρχομαι go out before perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξελθόντα — προεξέρχομαι go out before aor part act neut nom/voc/acc pl προεξελθόντα , προεξέρχομαι go out before aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξερχομένων — προεξέρχομαι go out before pres part mp fem gen pl προεξερχομένων , προεξέρχομαι go out before pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξερχόμενον — προεξέρχομαι go out before pres part mp masc acc sg προεξερχόμενον , προεξέρχομαι go out before pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξῆλθε — προεξέρχομαι go out before aor ind act 3rd sg προεξῆλθε , προεξέρχομαι go out before aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξῆλθεν — προεξέρχομαι go out before aor ind act 3rd sg προεξῆλθεν , προεξέρχομαι go out before aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξῆλθον — προεξέρχομαι go out before aor ind act 3rd pl προεξῆλθον , προεξέρχομαι go out before aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξελεύσεται — προεξέρχομαι go out before fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξεληλυθόσιν — προεξέρχομαι go out before perf part act masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)