-
1 προεξερχομαι
(aor. 2 προεξῆλθον) выходить ранее или впередτῷ πεζῷ προεξελθόντες Thuc. — выступив вперед с пехотой;
προεξεληλυθὼς ἔτυχεν εἰς Σαρδόνα Polyb. — (Гай Атилий) уже раньше отбыл в Сардинию
См. также в других словарях:
προεξέρχομαι — Α 1. (για στρατιωτικό τμήμα) εξέρχομαι πριν από τον αντίπαλο 2. προλαβαίνω να φύγω, να σωθώ φεύγοντας 3. πεθαίνω πριν από ένα γεγονός … Dictionary of Greek
προεξέλθῃ — προεξέρχομαι go out before aor subj mid 2nd sg προεξέλθῃ , προεξέρχομαι go out before aor subj act 3rd sg προεξέλθῃ , προεξέρχομαι go out before aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξεληλυθότα — προεξέρχομαι go out before perf part act neut nom/voc/acc pl προεξεληλυθότα , προεξέρχομαι go out before perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξελθόντα — προεξέρχομαι go out before aor part act neut nom/voc/acc pl προεξελθόντα , προεξέρχομαι go out before aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξερχομένων — προεξέρχομαι go out before pres part mp fem gen pl προεξερχομένων , προεξέρχομαι go out before pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξερχόμενον — προεξέρχομαι go out before pres part mp masc acc sg προεξερχόμενον , προεξέρχομαι go out before pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξῆλθε — προεξέρχομαι go out before aor ind act 3rd sg προεξῆλθε , προεξέρχομαι go out before aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξῆλθεν — προεξέρχομαι go out before aor ind act 3rd sg προεξῆλθεν , προεξέρχομαι go out before aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξῆλθον — προεξέρχομαι go out before aor ind act 3rd pl προεξῆλθον , προεξέρχομαι go out before aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξελεύσεται — προεξέρχομαι go out before fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξεληλυθόσιν — προεξέρχομαι go out before perf part act masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)