Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προεξέρχομαι

См. также в других словарях:

  • προεξέρχομαι — Α 1. (για στρατιωτικό τμήμα) εξέρχομαι πριν από τον αντίπαλο 2. προλαβαίνω να φύγω, να σωθώ φεύγοντας 3. πεθαίνω πριν από ένα γεγονός …   Dictionary of Greek

  • προεξέλθῃ — προεξέρχομαι go out before aor subj mid 2nd sg προεξέλθῃ , προεξέρχομαι go out before aor subj act 3rd sg προεξέλθῃ , προεξέρχομαι go out before aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξεληλυθότα — προεξέρχομαι go out before perf part act neut nom/voc/acc pl προεξεληλυθότα , προεξέρχομαι go out before perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξελθόντα — προεξέρχομαι go out before aor part act neut nom/voc/acc pl προεξελθόντα , προεξέρχομαι go out before aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξερχομένων — προεξέρχομαι go out before pres part mp fem gen pl προεξερχομένων , προεξέρχομαι go out before pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξερχόμενον — προεξέρχομαι go out before pres part mp masc acc sg προεξερχόμενον , προεξέρχομαι go out before pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξῆλθε — προεξέρχομαι go out before aor ind act 3rd sg προεξῆλθε , προεξέρχομαι go out before aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξῆλθεν — προεξέρχομαι go out before aor ind act 3rd sg προεξῆλθεν , προεξέρχομαι go out before aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξῆλθον — προεξέρχομαι go out before aor ind act 3rd pl προεξῆλθον , προεξέρχομαι go out before aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξελεύσεται — προεξέρχομαι go out before fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξεληλυθόσιν — προεξέρχομαι go out before perf part act masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»