-
1 προεξαμαρτανω
ранее совершать ошибку, поступать неправильно(εἴς τινα Isocr.)
προεξαμαρτόντες ταῦτ΄ ἐπηνωρθώσαντο Isocr. — эти (свои) прежние промахи они исправили
См. также в других словарях:
προεξαμαρτάνω — Α [ἐξαμαρτάνω] σφάλλω προηγουμένως … Dictionary of Greek
προεξαμαρτόντα — προεξαμαρτάνω do wrong before aor part act neut nom/voc/acc pl προεξαμαρτόντα , προεξαμαρτάνω do wrong before aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξαμαρτόντας — προεξαμαρτάνω do wrong before aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξαμαρτόντες — προεξαμαρτάνω do wrong before aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)