-
1 προεξαμαρτάνω
A do wrong before, Isoc.4.165;π. τοῦτ' εἰς ὑμᾶς αὐτούς Id.6.38
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεξαμαρτάνω
-
2 προεξαμαρτόντα
προεξαμαρτόντα, προεξαμαρτάνωdo wrong before: aor part act neut nom /voc /acc plπροεξαμαρτόντα, προεξαμαρτάνωdo wrong before: aor part act masc acc sg -
3 προεξαμαρτόντας
προεξαμαρτόντας, προεξαμαρτάνωdo wrong before: aor part act masc acc pl -
4 προεξαμαρτόντες
προεξαμαρτόντες, προεξαμαρτάνωdo wrong before: aor part act masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
προεξαμαρτάνω — Α [ἐξαμαρτάνω] σφάλλω προηγουμένως … Dictionary of Greek
προεξαμαρτόντα — προεξαμαρτάνω do wrong before aor part act neut nom/voc/acc pl προεξαμαρτόντα , προεξαμαρτάνω do wrong before aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξαμαρτόντας — προεξαμαρτάνω do wrong before aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξαμαρτόντες — προεξαμαρτάνω do wrong before aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)