Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

προεδρείο(ν)

  • 1 προεδρείο(ν)

    το президиум;

    επίτιμο προεδρείο(ν) — почётный президиум;

    προεδρείο(ν) της Βουλής — президиум парламента;

    τό Προεδρείο τού Ανωτάτου Σοβιέτ Президиум Верховного Совета

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προεδρείο(ν)

  • 2 προεδρείο(ν)

    το президиум;

    επίτιμο προεδρείο(ν) — почётный президиум;

    προεδρείο(ν) της Βουλής — президиум парламента;

    τό Προεδρείο τού Ανωτάτου Σοβιέτ Президиум Верховного Совета

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προεδρείο(ν)

  • 3 προεδρείο

    [проэдрио] ονσ. о. президиум.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προεδρείο

  • 4 προεδρείο

    [проэдрио] ονσ. о. президиум.

    Эллино-русский словарь > προεδρείο

  • 5 βγάζω

    (αόρ. εβγαλα) μετ.
    1) вынимать, вытаскивать; вычерпывать (воду); извлекать (тж. перен.);

    βγάζω τό σπαθί από τη θήκη του — вынимать шпагу из ножен;

    βγάζω τό δόντι — удалять зуб;

    βγάζω εξω — а) выносить, вытаскивать, выводить (откуда-л.); — б) выгонять, прогонять, выставлять за дверь;

    βγάζω όφελος από κάτι — извлекать пользу из чего-л.;

    2) снимать, удалять;

    βγάζω τα ρούχα (τα παπούτσια) μου — снимать одежду (обувь);

    βγάζω την κρέμα — снимать, удалять сливки;

    βγάζω τα λέπια από το ψάρι — чистить рыбу;

    βγάζω τό καράβι από την ξέρα — снимать судно с мели;

    3) удалять, выводить; стирать;

    βγάζω τό λεκέ — выводить пятно;

    4) выжимать, выдавливать;

    βγάζω λάδι

    выжимать масло;

    βγάζω τό ζουμί από το λεμόνι — выжимать сок из лимона;

    5) копировать, делать, снимать копию;

    βγάζω αντίτυπο — отпечатать копию;

    βγάζω αντίγραφο — снимать копию;

    βγάζω κάποιον φωτογραφία — снимать, фотографировать кого-л.;

    6) увольнять; отстранять, освобождать; исключать;

    βγάζω από τη θέση — снять с работы;

    βγάζω από το προεδρείο (Πολιτικό Γραφείο) — выводить из состава президиума (политбюро);

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βγάζω

См. также в других словарях:

  • προεδρείο — το, Ν [πρόεδρος] 1. το σύνολο τών προσώπων που προΐστανται σε μια συνέλευση ή σε άλλο σώμα («εξελέγη το νέο προεδρείο τής Βουλής») 2. η θέση, ο χώρος όπου κάθονται κατά τη συνέλευση ο πρόεδρος και τα υπόλοιπα μέλη τού προεδρείου («η συνέλευση… …   Dictionary of Greek

  • προεδρείο — το 1. το σύνολο των προσώπων που διευθύνουν σωματείο ή τις εργασίες συνεδρίου, συνέλευσης κτλ.: Το προεδρείο της Βουλής. 2. η θέση του προέδρου και των μελών γύρω απ αυτόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ανώτατο Σοβιέτ — Ήταν το σοβιετικό κοινοβούλιο, ανώτατο όργανο της κρατικής εξουσίας στην πρώην Σοβιετική Ένωση, και μοναδικό νομοθετικό σώμα. Διέθετε δύο βουλές, το Σοβιέτ της Ένωσης, τα μέλη του οποίου εκπροσωπούσαν τους εργαζόμενους ανεξάρτητα από εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • Hellenic Parliament — Βουλή των Ελλήνων Vouli ton Ellinon Type Type …   Wikipedia

  • ένσταση — η (AM ἔνστασις) [ενίστημι] αντίρρηση, αντίθεση σε επιχείρημα ή άποψη νεοελλ. 1. ισχυρισμός τον οποίο προβάλλει ο εναγόμενος εναντίον τής εις βάρος του αγωγής ή αντιπρόταση άλλου δικαιώματος του 2. φρ. «ένσταση απαρτίας» αντίρρηση που υποβάλλεται… …   Dictionary of Greek

  • κυβέρνηση — Το ανώτατο όργανο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας (συμβούλιο υπουργών με πρόεδρο ή πρωθυπουργό). Υπάρχει όμως και μια γενικότερη έννοια, σύμφωνα με την οποία κ. εννοείται η ιδιαίτερη διάταξη που εμφανίζουν οι ανώτατες λειτουργίες μιας πολιτείας …   Dictionary of Greek

  • Άστρος — Κωμόπολη (υψόμ. 40 μ., 2.359 κατ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Βόρειας Κυνουρίας. Εθνοσυνέλευση του Ά. Μετά την καταστροφή των δυνάμεων του Δράμαλη στην Πελοπόννησο και την πτώση του Παλαμηδιού,… …   Dictionary of Greek

  • Γαμαλιήλ — Όνομα Εβραίων νομοδιδασκάλων. 1. Γ. Α’ (1ος αι. μ.Χ.). Περίφημος νομοδιδάσκαλος της Ιερουσαλήμ του οποίου μαθητής ήταν και ο Απόστολος Παύλος. Διακρινόταν για τη σοφία και τη σύνεσή του, αρετές που αποδείχτηκαν όταν ως μέλος του Μεγάλου Ιουδαϊκού …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • ΕΦΕΕ — (Εθνική Φοιτητική Ένωση Ελλάδας). Συνδικαλιστικό όργανο των φοιτητών όλων των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΕΙ), το οποίο εκφράζει όλο το φοιτητικό κίνημα της χώρας μας. Ιδρύθηκε το 1975, έχει έδρα την Αθήνα και συμμετέχουν σε αυτό ως… …   Dictionary of Greek

  • κοίλον — Ο χώρος των αρχαίων θεάτρων που προοριζόταν για το κοινό. Στην αρχαία Ελλάδα το κοινό καθόταν σε βαθμίδες κλιμάκων, υπερυψωμένων σε σχέση με το χώρο της σκηνικής δράσης. Αρχικά το σχήμα του κ. ήταν ορθογώνιο ή τραπεζοειδές (για παράδειγμα, στους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»