-
1 προδοσία
προδοσίᾱ, προδοσίαabandonment in need: fem nom /voc /acc dualπροδοσίᾱ, προδοσίαabandonment in need: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————προδοσίαι, προδοσίαabandonment in need: fem nom /voc plπροδοσίᾱͅ, προδοσίαabandonment in need: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 προδοσία
προδοσιά η предательство, измена;εσχάτη προδοσία — государственная измена, измена родине;
κάνω προδοσία — совершать измену
-
3 προδοσια
ион. προδοσίη ἥ предательство, измена, (вероломная) выдачаσυντίθεσθαί τινι προδοσίην τινός Her. — договариваться с кем-л. о выдаче кого(чего)-л.;
προδοσίας ἁλούς Dem. — уличенный в предательстве -
4 προδοσίᾳ
Βλ. λ. προδοσία -
5 προδοσία
предательство, измена -
6 προδοσία
-ας ἡ N 1 0-0-0-0-2=2 Wis 17,11.14abandonment, betrayal, treasonCf. LARCHER 1985, 966 -
7 προδοσία
[продосиа] ονσ. Θ. предательство, измена. -
8 προδοσία
Aπροδίδωμι 11
) abandonment in need, betrayal, E.Hel. 1633: mostly in Prose, treason,προδοσίην συντίθεσθαι Hdt.6.88
,8.128;σκευάζεσθαι Id.6.100
;προδοσίας ἁλούς D.24.127
, cf. Pl.R. 443a(pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προδοσία
-
9 προδοσία
προ-δοσία, ἡ, das Verraten, der Verrat -
10 προδοσία
ihanet, hainlik, hıyanet -
11 προδοσία
traîtrise -
12 προδοσία
zdrada (f) rzecz. -
13 προδοσία
zrada -
14 προδοσία
treasonΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προδοσία
-
15 Την προδοσία πολλοί αγάπησαν, το προδότη κανείς
Многим предательство по нраву, но сами предатели ни кому не нравятся• Предателей презирают даже те, кому они сослужили службуИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Την προδοσία πολλοί αγάπησαν, το προδότη κανείς
-
16 προδοσίας
προδοσίᾱς, προδοσίαabandonment in need: fem acc plπροδοσίᾱς, προδοσίαabandonment in need: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 προδοσίαι
προδοσίαabandonment in need: fem nom /voc plπροδοσίᾱͅ, προδοσίαabandonment in need: fem dat sg (attic doric aeolic) -
18 προδοσίαν
προδοσίᾱν, προδοσίαabandonment in need: fem acc sg (attic doric aeolic) -
19 προδοσίαις
προδοσίαabandonment in need: fem dat pl -
20 προδοσίην
προδοσίαabandonment in need: fem acc sg (epic ionic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προδοσία — προδοσίᾱ , προδοσία abandonment in need fem nom/voc/acc dual προδοσίᾱ , προδοσία abandonment in need fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδοσία — η, ΝΜΑ, και προδοσία Ν, και ιων. τ. προδοσίη Α [προδίδωμι] η πράξη και το αποτέλεσμα τού προδίδω (α. «δε έρχεται για πόλεμο, με προδοσία σε παίρνει», δημ. τραγούδι β. «τα αργύρια τής προδοσίας» γ. «συντίθεται Ἀθηναίοισι προδοσίην Αἰγίνης», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
προδοσίᾳ — προδοσίαι , προδοσία abandonment in need fem nom/voc pl προδοσίᾱͅ , προδοσία abandonment in need fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδοσία — η η πράξη του προδότη, που προδίνει την πατρίδα του, τις ηθικές υποχρεώσεις και τα μυστικά που του εμπιστεύτηκαν: Έσχατη προδοσία (ενέργεια σε βάρος της πατρίδας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προδοσίας — προδοσίᾱς , προδοσία abandonment in need fem acc pl προδοσίᾱς , προδοσία abandonment in need fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδοσίαι — προδοσία abandonment in need fem nom/voc pl προδοσίᾱͅ , προδοσία abandonment in need fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИЗМЕНА — • Προδοσία, означает такое преступление, когда кто нибудь передает иноземному врагу государство или какую нибудь часть его, напр., укрепление, корабль и т. д. Но иногда словом προδοσία означается также преступление, состоящее в… … Реальный словарь классических древностей
προδοσίαν — προδοσίᾱν , προδοσία abandonment in need fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδοσιῶν — προδοσία abandonment in need fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδοσίαις — προδοσία abandonment in need fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδοσίην — προδοσία abandonment in need fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)