-
1 προδοσία
προ-δοσία, ἡ, das Verraten, der Verrat -
2 πρό-δοσις
-
3 προ-πέτεια
προ-πέτεια, ἡ, das Vorwärtsfallen, das Vorwärtsgeneigtsein, bes. Vorschnellheit, Keckheit, Unbesonnenheit, καὶ ϑρασύτης Dem. 22, 63, u. öfter; προπετείας καὶ τῆς μεγίστης ἀπονοίας σημεῖον, 44, 58; oft Pol., der es mit προδοσία vrbdt, 10, 6, 2, S. Emp. oft.
-
4 προ-δοσία
προ-δοσία, ἡ, das Verrathen, der Verrath; Eur. Hel. 1649; προδοσίην συντίϑεσϑαι, σκευάζεσϑαι, Her. 6, 88. 100; Plat. Legg. XI, 917 c u. öfter; ἡ περὶ Θηβαίους προδοσία, Din. 1, 11; προδοσίας ἁλούς, Dem. 24, 127; Sp. S. auch πρόδοσις.
-
5 πρόδοσις
См. также в других словарях:
προδοσία — προδοσίᾱ , προδοσία abandonment in need fem nom/voc/acc dual προδοσίᾱ , προδοσία abandonment in need fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδοσία — η, ΝΜΑ, και προδοσία Ν, και ιων. τ. προδοσίη Α [προδίδωμι] η πράξη και το αποτέλεσμα τού προδίδω (α. «δε έρχεται για πόλεμο, με προδοσία σε παίρνει», δημ. τραγούδι β. «τα αργύρια τής προδοσίας» γ. «συντίθεται Ἀθηναίοισι προδοσίην Αἰγίνης», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
προδοσίᾳ — προδοσίαι , προδοσία abandonment in need fem nom/voc pl προδοσίᾱͅ , προδοσία abandonment in need fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδοσία — η η πράξη του προδότη, που προδίνει την πατρίδα του, τις ηθικές υποχρεώσεις και τα μυστικά που του εμπιστεύτηκαν: Έσχατη προδοσία (ενέργεια σε βάρος της πατρίδας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προδοσίας — προδοσίᾱς , προδοσία abandonment in need fem acc pl προδοσίᾱς , προδοσία abandonment in need fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδοσίαι — προδοσία abandonment in need fem nom/voc pl προδοσίᾱͅ , προδοσία abandonment in need fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИЗМЕНА — • Προδοσία, означает такое преступление, когда кто нибудь передает иноземному врагу государство или какую нибудь часть его, напр., укрепление, корабль и т. д. Но иногда словом προδοσία означается также преступление, состоящее в… … Реальный словарь классических древностей
προδοσίαν — προδοσίᾱν , προδοσία abandonment in need fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδοσιῶν — προδοσία abandonment in need fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδοσίαις — προδοσία abandonment in need fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδοσίην — προδοσία abandonment in need fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)