-
1 προ-δι-ομο-λογέω
προ-δι-ομο-λογέω, vorher zugestehen, übereinkommen; ὅταν ἄφϑεγκτα προδιωμολογημένα ᾖ τὰ πρὸ τούτων ὁμολογηϑέντα, Plat. Soph. 241 a; u. med., Tim. 78 a; Arist. top. 1, 18; προδιομολογητέον, ib. 2, 3.
-
2 προδιομολογεομαι
1) предварительно соглашаться, приходить к соглашению Arst.κατοψόμεθα ῥᾷον, προδιομολογησάμενοι τὸ τοιόνδε Plat. — мы легче поймем (это), столковавшись вот насчет чего
2) ранее признаватьсяπροδιωμολογημένα Plat. — заранее признанное;
ἐκεῖνο προδιομολογείσθω (ὅτι) Arst. — заранее нужно согласиться с тем (что) -
3 προδιομολογέομαι
A agree in allowing beforehand, Pl.Ti. 78a, Arist. Top. 108b15; π. τινί c. inf., D.C.38.14;π. ἵνα.. Id.62.21
:—[voice] Pass., προδιωμολογημένα points conceded on both sides beforehand, v.l. for προς- in Pl.Sph. 241a;ἐκεῖνο προδιομολογείσθω Arist.EN 1103b34
;τούτου -ομολογηθέντος Ph.1.431
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προδιομολογέομαι
См. также в других словарях:
προδιομολογούμαι — έομαι, Α 1. συμφωνώ εκ τών προτέρων («προδιομολογησάμενοι τὸ τοιόνδε», Πλάτ.) 2. (μτχ. παρακμ. ουδ. στον πληθ.) τὰ προδιωμολογημένα σημεία που έχουν γίνει δεκτά και από τα δύο μέρη εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διομολογοῦμαι «συμφωνώ»] … Dictionary of Greek