Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
προδιωμολογημένα
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
προδιομολογούμαι — έομαι, Α 1. συμφωνώ εκ τών προτέρων («προδιομολογησάμενοι τὸ τοιόνδε», Πλάτ.) 2. (μτχ. παρακμ. ουδ. στον πληθ.) τὰ προδιωμολογημένα σημεία που έχουν γίνει δεκτά και από τα δύο μέρη εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διομολογοῦμαι «συμφωνώ»] … Dictionary of Greek